Δυνάμωσε την Ψυχή σου - Архимандрит (Конанос) Андреас. Страница 9

Αλλος, λέει, πάλι στον Ευεργετινό, ήταν ένας μοναχός που είχε το χαρακτηριστικό ό,τι του ζητούσες για εξυπηρέτηση, πάντα σε βοηθούσε. Οτιδήποτε. Δηλαδή του 'λεγες: «Θέλω να με βοηθήσεις να μετακινήσω λίγο το κρεβάτι μου στο δωμάτιό μου, γιατί δεν μπορώ μόνος μου». «Έρχομαι, πάμε»! Άλλος του έλεγε: «Θέλω να με βοηθήσεις να πάμε γι' αυτήν τη δουλειά». «Έρχομαι εγώ να σε βοηθήσω». Άλλος: «Έλα λίγο στον κήπο. Ν' ανοίξω κάτι αυλάκια, θέλω να τα ποτίσω». «Θα 'ρθω εγώ», τους έλεγε. Συνέχεια. Ό,τι του λέγανε, το έκανε. Διακονία, θυσία, αγάπη. Αυτό είναι Χριστιανισμός.

Όταν πάω σ' ένα μοναστήρι και έχει κόσμο — γιατί έχει έρθει κάποιο επίσημο πρόσωπο- με συγκινούν και αυτοί που είναι κοντά στο επίσημο πρόσωπο και το οδηγούν, του μιλάνε, κ.λπ. Αλλά πιο πολύ ξέρεις ποιοι με συγκινούν; Αυτοί οι αφανείς μοναχοί, που φεύγουν νωρίς ενώ θέλουν και αυτοί σαν άνθρωποι να δουν, ποιος ήρθε, τι είπε, τι έκανε; Είναι η ανθρώπινη τάση να δεις π.χ. την επίσημη στιγμή, την τελετή, που κάθονται εκεί οι επίσημοι και μιλάνε. Κι αυτοί φεύγουν! Και πάνε στην κουζίνα· και ετοιμάζουν· και βάζουν τον καφέ. Και βάζουν το κέρασμα, και ετοιμάζουν το φαγητό και δεν τους βλέπει κανείς. Δεν τους βλέπει κανείς. Και μετά παίρνει το δίσκο άλλος μοναχός. Και τον παίρνει, και τον προσφέρει στον επίσημο. Και αυτός που ξεκίνησε την πρώτη-πρώτη θυσία της διακονίας της θυσίας, της αφάνειας. Της αφάνειας, δηλαδή του Χριστού!

Ο Χριστός είναι ο Αφανής! Αυτός δεν φαίνεται. Αυτός δεν ακούγεται. Αυτός όμως, είναι ο αληθινός μαθητής του Χριστού: ο ταπεινός Που ζει εμπράκτως το Ευαγγέλιο. Εγώ, όταν πάω στο Άγιο Όρος, επειδή είμαι ιερέας, τους ιερείς τους έχουνε…, κάνουν π.χ. συλλειτουργό, με πάνε στην τράπεζα δίπλα στον ηγούμενο, εκεί που κάθονται οι επίσημοι. Αυτό είναι αλλιώς. Αυτό είναι ωραίο. Ο άλλος όμως Ο άλλος είναι ταπεινός Ο άλλος είναι άγνωστος. Δεν τον έχεις δει, που την ώρα που εσύ είσαι στην Εκκλησία και θυμιατίζεις και θυμιατίζεσαι και λιβανίζεις και λιβανίζεσαι από τον εγωισμό και την κενοδοξία, αυτός είναι στην κουζίνα· και ετοιμάζει τα φαγητά και ψήνεται και κόβει και καθαρίζει και ταλαιπωρείται. Αυτός είναι ο Χριστιανισμός. Της πράξης! Της πράξης. Τον οποίο εμείς δεν ζούμε. Πού είναι η προθυμία μας; Πού είναι η προθυμία να διακονήσεις κάποιον;

Μου έλεγε μια γυναίκα: «Πάω στο ΠΙΚΠΑ, στην Βούλα, στο Ιδρυμα, τις Κυριακές και βοηθάω τι; Να· νταντεύω τα παιδάκια λέει, που τα φέρνουν με τις ειδικές ανάγκες· να κατέβουν από το αυτοκίνητο· και ανοίγουμε τα καροτσάκια τους να τα βάλουμε πάνω, να τα πάμε στην Εκκλησία, να τα κοινωνήσουμε και μετά να τα ξαναβάλουμε στο αυτοκίνητο και να τα πάμε στο δωμάτιό τους».

Αυτό το άνοιξε-κλείσε το καρότσι· βάλτο μέσα, στοίβαξέ το, κατέβασε το παιδάκι. Και το «κατέβασε το παιδάκι», δεν είναι ένα τσουβάλι που το βγάζεις. Θέλει προσοχή· τα ποδαράκια του, πώς θα γυρίσεις, πώς θ' ακουμπήσει σιγά το κεφάλι του στην στέγη πάνω στο αυτοκίνητο. Ήρεμες κινήσεις, με αγάπη.

Αυτό είναι αγάπη. Αυτό είπε ο Κύριος όμως. Σας έδωσα, λέει, υπόδειγμα. Ό,τι κάνω, να το κάνετε. «Θέλεις να είσαι πρώτος;» είπε ο Κύριος, «Πρέπει να μάθεις να είσαι τελευταίος!».

Πού είναι αυτό; Ποιος είναι τελευταίος; Ποιος Χριστιανός είναι τελευταίος; Ποιος Χριστιανός είναι τελευταίος;… Εγώ δεν θυμάμαι να έχω υπάρξει τελευταίος. Όποιος θέλει να είναι πρώτος, τελευταίος. Όποιος θέλει να έχει εξουσία, να γίνει διάκονος όλων, δούλος όλων!.. Ακου κουβέντες. Για να μην παρεξηγούμε, ότι λέμε αλληγορίες. Τι αλληγορία είναι ο «δούλος»; «Διάκονος», είναι αλληγορικό και αυτό; Τι θα πει αλληγορικό; Εύκολα τα θεολογικά, τα βαθιά. Αλλά εκεί, ποιος θα πάει; Εκεί ποιοι θα πάνε; Κάποιοι άλλοι; Δηλαδή, οι κάποιοι, είναι της υψηλής θεολογίας και οι κάποιοι της ταπεινής διακονίας; Ναι, αλλά ο Κύριος, τελικά, ποιους μακάρισε; Και μου είπε, ότι πήγαινε και στο ΠΙΚΠΑ, στη Βούλα και συγκινήθηκα. Μου έλεγε: «Πάω τις Κυριακές και βοηθάω· και μου αρέσει φυσικά η Εκκλησία, αλλά δεν μπορώ να πάω την ώρα που εγώ θέλω. Θα πάω και λίγο πιο αργά. Δεν θα μπορέσω και να προσέξω εκείνα που εγώ θέλω, γιατί προηγούνται τα παιδιά, να τα βάλω».

Κι όμως, γεμίζει η καρδιά της από την αγάπη και τη χάρη και το έλεος του Θεού κι ας μην προλαβαίνει όλα αυτά που προλαβαίνω εγώ «όρθρου βαθέος», αλλά ζω νυχτωμένος στο βαθύ όρθρο της αμαρτίας, και της ασυνέπειας της πνευματικής χριστιανικής ζωής. Έτσι νομίζω.

Πάει ο άγιος Μακάριος στο κελί του πατρός· (δηλ.) του μοναχού, που ήταν ένα γεροντάκι μόνο του, ήταν μακριά στην έρημο· και πάει να τον επισκεφτεί. Και του λέει: «Τι κάνεις παπούλη; Καλά»; «Καλά. Σ' ευχαριστώ, που ήρθες, πάτερ Μακάριε».

Άγιος Μακάριος. Μέγας άγιος. Με οπτασίες και εμπειρίες και βιώματα. «Τι κάνεις πάτερ;», τον ρωτάει ο άγιος Μακάριος. «Είμαι πολύ καλά, δόξα τω Θεώ!». «Θα ήθελες τίποτα; Θα ήθελες να σου κάνω κάτι εγώ; να κάνω κάτι για εσένα; πες μου! Ζήτησέ μου κάτι». «Τι να σου ζητήσω»; Ε, ντρεπότανε. «Πες, πες μου, τι θέλεις»; «Ε, τίποτα, έχω εδώ χρόνια στην έρημο. Ε, όλο παξιμάδια τρώω». «Πες μου κάτι, τι θέλεις; Πες μου, πάτερ»! «Ε, θα μου άρεσε να είχα ένα παστελάκι! Ένα παστέλι, θα μου άρεσε», του λέει, «το έχω πεθυμήσει. Αλλά έτσι το είπα, επειδή με ρώτησες. Δεν θέλω, όμως τίποτα. Έτσι το είπα. Κάποια άλλη φορά». Του λέει ο άγιος Μακάριος «Περίμενε λίγο· περίμενε λίγο και έρχομαι»! Και φεύγει από το κελί του ο άγιος Μακάριος και πάει — πόσες ώρες δρόμο — να βρει το πρώτο χωριό· το πρώτο χωριό μακριά και να πάρει ένα παστέλι. Και γύρισε στο γεροντάκι αυτό και του λέει, «Πάτερ μου, σου έφερα το παστελάκι που ζήτησες. Πάρ' το παστελάκι να το φας». Του λέει: «Μα τι έκανες, πάτερ! Εγώ έτσι το είπα». «Ε, τι έτσι το είπες;! Έτσι το είπες, αλλά εγώ δεν μπορώ να τ' αφήσω έτσι! Αφού το ζήτησες, γιατί να μην σου κάνω το χατίρι»;

Κατάλαβες; Όχι θεωρίες! Έργα! Συγκεκριμένα πράγματα. Μαθηματικά. Ένα και ένα κάνει δύο. Πού υπάρχει εδώ περιθώριο για θεωρίες; Και για αλληγορίες Και για συμβολισμούς… Δεν είναι συμβολικό τίποτα από όλα αυτά! Συγκεκριμένα βήματα έκανε ο άγιος Μακάριος. Πήγε και γύρισε. Και του έδωσε το παστελάκι.

Είναι μετά αυτό το γεροντάκι να μην συγκινηθεί; Είναι μετά να μην νιώσει την αγάπη του αγίου Μακαρίου; Είναι η καρδιά του να μην δοθεί; Και μετά λένε: «Πραγματικά, είδα Χριστιανό! Να, αυτός είναι Χριστιανός! Αυτός είναι Χριστιανός»! Εγώ τι θα του έλεγα; «Α, παστελάκι σας αρέσει; Ε καλά, καμιά φορά θα έρθω και αν βρω πουθενά και θα δούμε». Και θα δούμε κι αν θα ξαναπάω. Γιατί, αν είναι να πηγαίνω και να ψάχνω παστέλια, τρεις ώρες μακριά και που δεν με βλέπει και κανείς και δεν θ' ακουστώ και δεν θα επαινεθώ; Αυτή δεν είναι η αλήθεια;

Άλλος, λέει, έκανε ψωμιά μια μέρα και μύρισε ο τόπος από ζεστά ψωμιά και είπε να ειδοποιήσει κάποιον να έρθει να πάρει. Και λέει μετά μέσα του: «Καλά, γιατί να τον ειδοποιήσω μέσω άλλου; Ας πάω εγώ να του δώσω το ψωμάκι! Γιατί να έχω άλλους; Να θυσιαστώ και εγώ να πάω να τον δω, να κάνω τον κόπο». Και όπως πήγαινε να του δώσει το ψωμί, λέει, στο δρόμο, στο δρόμο σκόνταψε σε μια πέτρα και άρχισε να τρέχει αίμα από το πόδι του! Εκεί που σκόνταψε, έτρεχε λίγο αίμα, και το σκούπισε. Και εμφανίστηκε Άγγελος Κυρίου και του είπε: «Ξέρεις κάτι; Τα βήματα που κάνεις γι' αυτήν την αγάπη τώρα — γιατί κάνεις αγάπη χριστιανική — τα γράφει ο Θεός. Να ξέρεις», λέει, «αυτός ο κόπος δεν πάει χαμένος. Το σημειώνει ο Θεός»! Α, χαρά αυτός μεγάλη! Ξέχασε και την πληγή, ξέχασε και το πόδι και λέει: «Άμα είναι έτσι, Δόξα τω Θεώ! Εγώ το έκανα αυτό έτσι απλά. Και τώρα ο Θεός το υπολογίζει αυτό, ένα μικρό δρομολόγιο»! Και πήγε. Και την άλλη μέρα, είπε να ξαναπάει αλλού. «Αν είναι έτσι», λέει, «να πάω, να δείχνω αγάπη, να βοηθάω, να μην είμαι λόγια· να κάνω πράξεις».

Και όπως πήγαινε κάπου αλλού να δώσει ψωμιά, ερχόταν από την άλλη κατεύθυνση, αυτός που πήγαινε. Δηλαδή, δεν πρόλαβε να πάει να τον δει, γιατί ερχότανε και αυτός στον οποίο πήγαινε. Συναντηθήκανε στη μέση του δρόμου. Και λέει αυτός «Γιατί ήρθες, πάτερ; Θα ερχόμουνα εγώ στο κελί σου να σου φέρω το ψωμί! Γιατί ήρθες εδώ; Έπρεπε να με αφήσεις να κάνω όλο τον κόπο για σένα»! Και του απαντάει ο άλλος: «Γιατί, βρε πάτερ», του λέει, «Συγγνώμη· η πόρτα του Παραδείσου μόνο εσένα χωράει; Δεν μπορούμε να μπούμε και οι δύο; Έκανες εσύ το μισό κόπο. Να κάνω και εγώ το μισό. Να κάνουμε και οι δύο κόπο. Να πάρουμε μισθό από το Θεό». Του λέει ο άλλος: «Όχι — έπρεπε να κάτσεις να ξεκουραστείς. Εγώ έπρεπε να έρθω να σε βρω»! Του απαντά ο άλλος «Μα τι λες τώρα; Έπρεπε…». Και αρχίσανε και λέγανε τέτοια. Και εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου και τι τους είπε; «Αυτή η φαγωμάρα και ο τσακωμός σας είναι σαν οσμή ευωδίας απέναντι στο Θεό. Σαν λιβάνι ανεβαίνει στο Θεό. Είναι οι μόνοι καυγάδες που αρέσουν στο Θεό».