Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен. Страница 13
17 Και ανεβαίνοντας ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, παράλαβε τους δώδεκα μαθητές ιδιαιτέρως και κατά το δρόμο τούς είπε: 18 «Ιδού, ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς, και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο 19 και θα τον παραδώσουν στους εθνικούς, για να τον εμπαίξουν και να τον μαστιγώσουν και να τον σταυρώσουν· και την τρίτη ημέρα θα εγερθεί».
20 Τότε τον πλησίασε η μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου μαζί με τους γιους της, προσκυνώντας και ζητώντας κάτι από αυτόν. 21 Εκείνος της είπε: «Τι θέλεις;» Του λέει: «Πες ώστε να καθίσουν αυτοί οι δύο γιοι μου ένας από τα δεξιά σου και ένας από τα αριστερά σου κατά τη βασιλεία σου». 22 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και είπε: «Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι που εγώ μέλλω να πιω;» Του λένε: «Μπορούμε». 23 Τους λέει: «Το ποτήρι μου βέβαια θα το πιείτε, αλλά το να καθίσετε από τα δεξιά μου και από τα αριστερά μου δεν ανήκει σ’ εμένα να δώσω αυτό, αλλά θα δοθεί σ’ αυτούς που έχει ετοιμαστεί από τον Πατέρα μου». 24 Και όταν το άκουσαν οι δέκα, αγανάκτησαν για τους δύο αδελφούς. 25 Αλλά ο Ιησούς τους προσκάλεσε και είπε: «Ξέρετε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριαρχούν σ’ αυτά και οι μεγάλοι τα κατεξουσιάζουν. 26 Δεν θα είναι έτσι μεταξύ σας, αλλά όποιος θέλει μεταξύ σας να γίνει μεγάλος θα είναι διάκονός σας, 27 και όποιος θέλει μεταξύ σας να είναι πρώτος θα είναι δούλος σας. 28 Όπως ακριβώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήρθε για να διακονηθεί, αλλά για να διακονήσει και να δώσει τη ζωή του λύτρο στη θέση πολλών».
29 Και ενώ αυτοί έβγαιναν από την Ιεριχώ, τον ακολούθησε πλήθος πολύ. 30 Και ιδού, δύο τυφλοί που κάθονταν δίπλα στην οδό, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς περνάει από εκεί, έκραξαν λέγοντας: «Ελέησέ μας, Κύριε, γιε του Δαβίδ». 31 Το πλήθος τότε τους επιτίμησε για να σωπάσουν. Εκείνοι περισσότερο έκραξαν λέγοντας: «Ελέησέ μας, Κύριε, γιε του Δαβίδ». 32 Και στάθηκε ο Ιησούς, τους φώναξε και είπε: «Τι θέλετε να σας κάνω;» 33 Του λένε: «Κύριε, να ανοιχτούν οι οφθαλμοί μας». 34 Τους σπλαχνίστηκε τότε ο Ιησούς και άγγιξε τα μάτια τους, και αμέσως ξαναείδαν και τον ακολούθησαν.
Κεφάλαιον 21
1 Και όταν πλησίασαν στα Ιεροσόλυμα και ήρθαν στη Βηθφαγή, στο Όρος των Ελαιών, τότε ο Ιησούς απέστειλε δύο μαθητές, 2 λέγοντάς τους: «Πηγαίνετε στο χωριό που είναι απέναντί σας, και αμέσως θα βρείτε μια όνο δεμένη και ένα πουλάρι μαζί της· αφού τα λύσετε, να μου τα φέρετε. 3 Και αν κάποιος σας πει κάτι, θα πείτε: “Ο Κύριος έχει ανάγκη αυτά”. Και ευθύς θα τα αποστείλει». 4 Και αυτό έχει γίνει, για να εκπληρωθεί εκείνο που ειπώθηκε μέσω του προφήτη, όταν έλεγε: 5 Πέστε στη θυγατέρα Σιών, Ιδού, ο βασιλιάς σου έρχεται σ’ εσένα πράος και ανεβασμένος πάνω σε όνο και πάνω σε πουλάρι γέννημα υποζυγίου. 6 Αφού πήγαν, λοιπόν, οι μαθητές και έκαναν καθώς τους διέταξε ο Ιησούς, 7 έφεραν την όνο και το πουλάρι, και έθεσαν πάνω τους τα ρούχα και εκείνος κάθισε πάνω τους. 8 Και το μεγαλύτερο μέρος του πλήθους έστρωσαν τα δικά τους ρούχα στην οδό, ενώ άλλοι έκοβαν κλαδιά από τα δέντρα και τα έστρωναν στην οδό. 9 Και τα πλήθη που προπορεύονταν από αυτόν και αυτά που τον ακολουθούσαν φώναζαν λέγοντας: «Ωσαννά στο γιο του Δαβίδ. Ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου.Ωσαννά στους ύψιστους ουρανούς». 10 Και όταν αυτός εισήλθε στα Ιεροσόλυμα, σείστηκε όλη η πόλη λέγοντας: «Ποιος είναι αυτός;» 11 Και τα πλήθη έλεγαν: «Αυτός είναι ο προφήτης Ιησούς που κατάγεται από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας».
12 Και εισήλθε ο Ιησούς στο ναό και έβγαλε όλους όσοι πουλούσαν και αγόραζαν μέσα στο ναό, και αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών όπως και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν τα περιστέρια, 13 και τους λέει: «Είναι γραμμένο: Ο οίκος μου θα κληθεί οίκος προσευχής, εσείς όμως τον κάνετε σπήλαιο ληστών». 14 Τότε τον πλησίασαν τυφλοί και χωλοί μέσα στο ναό, και τους θεράπευσε. 15 Και όταν είδαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς τα θαυμάσια που έκανε και τα παιδιά που φώναζαν μέσα στο ναό και έλεγαν: «Ωσαννά στο γιο του Δαβίδ», αγανάκτησαν 16 και του είπαν: «Ακούς τι λένε αυτοί;» Και ο Ιησούς τους λέει: «Ναι. Ποτέ δε διαβάσατε ότι από στόμα νηπίων και βρεφών που θηλάζουν κατάρτισες αίνο;» 17 Και αφού τους εγκατέλειψε, βγήκε έξω από την πόλη, στη Βηθανία, και διανυχτέρευε εκεί.
18 Και το πρωί, επιστρέφοντας στην πόλη, πείνασε. 19 Και όταν είδε μια συκιά στο δρόμο, ήρθε κοντά της, αλλά τίποτα δε βρήκε σ’ αυτήν παρά φύλλα μόνο, και της λέει: «Ποτέ πια από εσένα καρπός να μη γίνει στον αιώνα». Και ξεράθηκε αμέσως η συκιά. 20 Και όταν το είδαν οι μαθητές, θαύμασαν λέγοντας: «Πώς αμέσως ξεράθηκε η συκιά;» 21 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και τους είπε: «Αλήθεια σας λέω, αν έχετε πίστη και δεν αμφιβάλλετε, όχι μόνο το θαύμα της συκιάς θα κάνετε, αλλά και αν στο όρος ετούτο πείτε: “Σήκω και πέσε στη θάλασσα”, θα γίνει. 22 Και όλα όσα ζητήσετε στην προσευχή πιστεύοντας, θα τα λάβετε».
23 Και όταν ήρθε αυτός στο ναό, τον πλησίασαν, ενώ δίδασκε, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού, λέγοντας: «Με ποια εξουσία αυτά τα κάνεις; Και ποιος σου έδωσε την εξουσία αυτή;» 24 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και τους είπε: «Θα σας ρωτήσω κι εγώ ένα λόγο, που αν μου απαντήσετε, θα σας πω κι εγώ με ποια εξουσία αυτά τα κάνω: 25 Το βάφτισμα του Ιωάννη από πού ήταν; Από τον ουρανό ή από τους ανθρώπους;» Εκείνοι διαλογίζονταν μεταξύ τους και έλεγαν: «Αν πούμε: “Από τον ουρανό”, θα μας πει: “Γιατί λοιπόν δεν πιστέψατε σ’ αυτόν”; 26 Αν όμως πούμε: “Από τους ανθρώπους”, φοβόμαστε το πλήθος, γιατί όλοι ως προφήτη έχουν τον Ιωάννη». 27 Και αποκρίθηκαν στον Ιησού και του είπαν: «Δεν ξέρουμε». Και αυτός τους είπε: «Ούτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία αυτά τα κάνω».
28 «Τι λοιπόν νομίζετε; Ένας άνθρωπος είχε δύο παιδιά. Και πλησίασε στο πρώτο και είπε: “Παιδί μου, πήγαινε σήμερα, εργάζου στον αμπελώνα”. 29 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: “Δε θέλω”. Ύστερα, όμως, μεταμελήθηκε και πήγε. 30 Πλησίασε τότε στον άλλο και του είπε όμοια. Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: “Εγώ θα πάω, κύριε”. Αλλά δεν πήγε. 31 Ποιος από τους δύο έκανε το θέλημα του πατέρα;» Του λένε: «Ο πρώτος». Τους λέει ο Ιησούς: «Αλήθεια σας λέω ότι οι τελώνες και οι πόρνες προηγούνται από εσάς στη βασιλεία του Θεού. 32 Γιατί ήρθε ο Ιωάννης προς εσάς βαδίζοντας σε οδό δικαιοσύνης και δεν τον πιστέψατε· αλλά οι τελώνες και οι πόρνες πίστεψαν σ’ αυτόν. Εσείς, όμως, παρόλο που το είδατε, ούτε ύστερα μεταμεληθήκατε, για να πιστέψετε σ’ αυτόν».