Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен. Страница 38
Κεφάλαιον 9
1 Αφού συγκάλεσε τότε τους δώδεκα, τους έδωσε δύναμη και εξουσία πάνω σ’ όλα τα δαιμόνια, και να θεραπεύουν τις νόσους, 2 και τους απέστειλε να κηρύττουν τη βασιλεία του Θεού και να γιατρεύουν τους ασθενείς, 3 και είπε προς αυτούς: «Τίποτα μην παίρνετε στην οδό, μήτε ράβδο μήτε σακίδιο μήτε άρτο μήτε χρήματα μήτε να έχετε από δύο πουκάμισα. 4 Και σ’ όποια οικία εισέλθετε, εκεί μένετε και από εκεί να εξέρχεστε. 5 Και σε όσους δε σας δέχονται, όταν εξέρχεστε από εκείνη την πόλη, αποτινάζετε τη σκόνη από τα πόδια σας ως μαρτυρία εναντίον τους». 6 Όταν εξέρχονταν, λοιπόν, περνούσαν από χωριό σε χωριό ευαγγελιζόμενοι και θεραπεύοντας παντού.
7 Άκουσε τότε ο Ηρώδης ο τετράρχης όλα αυτά που γίνονταν και απορούσε πολύ, επειδή μερικοί έλεγαν ότι ο Ιωάννης εγέρθηκε από τους νεκρούς 8 και μερικοί ότι φάνηκε ο Ηλίας, άλλοι πάλι ότι αναστήθηκε κάποιος προφήτης από τους αρχαίους. 9 Είπε τότε ο Ηρώδης: «Τον Ιωάννη εγώ τον αποκεφάλισα. Ποιος είναι λοιπόν αυτός για τον οποίο ακούω τέτοια πράγματα;» Και ζητούσε να τον δει.
10 Και όταν επέστρεψαν οι απόστολοι, του διηγήθηκαν όσα έκαναν. Και ο Ιησούς, αφού τους παράλαβε, αναχώρησε ιδιαιτέρως σε μια πόλη που καλείται Βηθσαϊδά. 11 Αλλά τα πλήθη, όταν το έμαθαν, τον ακολούθησαν. Και τους δέχτηκε και τους μιλούσε για τη βασιλεία του Θεού, και γιάτρευε όσους είχαν ανάγκη θεραπείας. 12 Η ημέρα όμως άρχισε να γέρνει· τον πλησίασαν τότε οι δώδεκα και του είπαν: «Απόλυσε το πλήθος, για να πορευτούν στα γύρω χωριά και στους αγρούς και να έχουν κατάλυμα και να βρουν τρόφιμα, γιατί εδώ είμαστε σε έρημο τόπο». 13 Είπε τότε προς αυτούς: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Εκείνοι είπαν: «Δεν υπάρχουν σ’ εμάς περισσότερο από πέντε άρτους και δύο ψάρια, εκτός κι αν εμείς πορευτούμε να αγοράσουμε για όλο το λαό τούτο τροφές». 14 Γιατί ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες. Είπε τότε προς τους μαθητές του: «Βάλτε τους να κατακλιθούν σε ομάδες περίπου ανά πενήντα». 15 Και έκαναν έτσι και τους έβαλαν να κατακλιθούν όλους. 16 Αφού έλαβε τότε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, σήκωσε πάνω το βλέμμα του στον ουρανό και τα ευλόγησε και τα κατάκοψε με τα χέρια και έδινε στους μαθητές να τα παραθέσουν στο πλήθος. 17 Και έφαγαν και χόρτασαν όλοι, και σήκωσαν σε δώδεκα κοφίνια ό,τι περίσσεψε σ’ αυτούς από τα κομμάτια.
18 Και συνέβηκε να είναι μαζί του και οι μαθητές, ενώ αυτός ήταν μόνος του και προσευχόταν. Και τους ρώτησε λέγοντας: «Ποιος με λένε τα πλήθη πως είμαι;» 19 Εκείνοι αποκρίθηκαν και είπαν: «Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, και άλλοι ο Ηλίας, άλλοι πάλι ότι αναστήθηκε κάποιος προφήτης από τους αρχαίους». 20 Είπε τότε σ’ αυτούς: «Κι εσείς ποιος λέτε πως είμαι;» Ο Πέτρος, λοιπόν, αποκρίθηκε και είπε: «Ο Χριστός του Θεού».
21 Εκείνος, αφού τους επιτίμησε, παράγγειλε σε κανέναν να μη λένε αυτό 22 και είπε ότι πρέπει ο Υιός του ανθρώπου να πάθει πολλά και να αποδοκιμαστεί από τους πρεσβυτέρους και τους αρχιερείς και τους γραμματείς και να σκοτωθεί, και την τρίτη ημέρα να εγερθεί. 23 Έλεγε λοιπόν προς όλους: «Αν κάποιος θέλει να έρχεται πίσω μου, ας αρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει το σταυρό του κάθε ημέρα και ας με ακολουθεί. 24 Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει. Όποιος όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου, αυτός θα τη σώσει. 25 Γιατί τι ωφελείται ο άνθρωπος αν κερδίσει όλο τον κόσμο, αλλά χάσει ή ζημιωθεί τον εαυτό του; 26 Γιατί όποιος ντραπεί εμένα και τους δικούς μου λόγους, γι’ αυτόν θα ντραπεί ο Υιός του ανθρώπου, όταν έρθει μέσα στη δόξα τη δική του και του Πατέρα του και των άγιων αγγέλων. 27 Σας λέω όμως αληθινά: είναι μερικοί που έχουν σταθεί εδώ οι οποίοι δε θα γευτούν θάνατο, ωσότου δουν τη βασιλεία του Θεού».
28 Και συνέβηκε μετά τα λόγια αυτά να περάσουν περίπου οχτώ ημέρες, και τότε παράλαβε τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί. 29 Και ενώ αυτός προσευχόταν, έγινε η όψη του προσώπου του διαφορετική και ο ιματισμός του έγινε λευκός και αστραφτερός. 30 Και ιδού, δύο άντρες συνομιλούσαν με αυτόν, οι οποίοι ήταν ο Μωυσής και ο Ηλίας, 31 που εμφανίστηκαν με δόξα και έλεγαν για την έξοδό του από τον κόσμο, την οποία έμελλε να εκπληρώνει στην Ιερουσαλήμ. 32 Αλλά ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του, κοιμούνταν με βαρύ ύπνο. Όταν όμως ξύπνησαν εντελώς, είδαν τη δόξα του και τους δύο άντρες που είχαν σταθεί μαζί του. 33 Και συνέβηκε, καθώς αυτοί χωρίζονταν από αυτόν, να πει ο Πέτρος προς τον Ιησού: «Επιστάτη, είναι καλό για μας εδώ να είμαστε· ας κάνουμε λοιπόν τρεις σκηνές, μία για σένα και μία για το Μωυσή και μία για τον Ηλία» – μην ξέροντας τι λέει. 34 Ενώ λοιπόν έλεγε αυτά, έγινε νεφέλη και τους επισκίαζε. Φοβήθηκαν, τότε, καθώς εισήλθαν στη νεφέλη. 35 Και μια φωνή έγινε από τη νεφέλη που έλεγε: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο εκλεγμένος, αυτόν να ακούτε». 36 Και καθώς έγινε η φωνή, βρέθηκε ο Ιησούς μόνος. Και αυτοί σώπασαν και σε κανέναν δεν ανάγγειλαν εκείνες τις ημέρες τίποτα απ’ όσα είχαν δει.
37 Συνέβηκε, τότε, την επόμενη ημέρα, όταν αυτοί κατέβηκαν από το όρος, να τον συναντήσει πολύ πλήθος. 38 Και ιδού, ένας άντρας από το πλήθος φώναξε λέγοντας: «Δάσκαλε, σε παρακαλώ να επιβλέψεις στο γιο μου, γιατί μού είναι μονογενής. 39 Και ιδού, ένα πνεύμα τον καταλαμβάνει και ξαφνικά κράζει και τον σπαράζει με αφρό και αποχωρεί με δυσκολία από αυτόν, αφού τον συντρίβει. 40 Και παρακάλεσα τους μαθητές σου να το βγάλουν, αλλά δεν μπόρεσαν». 41 Ο Ιησούς, τότε, αποκρίθηκε και είπε: «Ω γενιά άπιστη και διεστραμμένη, ως πότε θα είμαι κοντά σας και θα σας ανέχομαι; Οδήγησε προς τα εδώ το γιο σου». 42 Και ενώ αυτός πλησίαζε ακόμη, τον έριξε κάτω το δαιμόνιο και τον σπάραξε δυνατά. Επιτίμησε τότε ο Ιησούς το πνεύμα το ακάθαρτο και γιάτρεψε το παιδί και το απόδωσε στον πατέρα του. 43 Και εκπλήσσονταν όλοι για τη μεγαλειότητα του Θεού.
Ενώ λοιπόν όλοι θαύμαζαν για όλα όσα έκανε, είπε προς τους μαθητές του: 44 «Βάλτε εσείς στ’ αυτιά σας τα λόγια αυτά: πράγματι, ο Υιός του ανθρώπου μέλλει να παραδίνεται σε χέρια ανθρώπων». 45 Εκείνοι δεν καταλάβαιναν αυτόν το λόγο και ήταν καλυμμένος γι’ αυτούς, για να μην τον κατανοήσουν. Και φοβούνταν να τον ρωτήσουν για το λόγο αυτό.
46 Εισήλθε κάποτε μια σκέψη σ’ αυτούς: το ποιος από αυτούς θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος. 47 Ο Ιησούς, τότε, επειδή ήξερε το διαλογισμό της καρδιάς τους, αφού πήρε ένα παιδί, το έστησε δίπλα του 48 και τους είπε: «Όποιος δεχτεί τούτο το παιδί στο όνομά μου δέχεται εμένα. Και όποιος δεχτεί εμένα δέχεται αυτόν που με απέστειλε. Γιατί όποιος είναι μικρότερος μεταξύ όλων σας, αυτός είναι μεγάλος».