Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен. Страница 49
Κεφάλαιον 23
1 Και αφού σηκώθηκε όλο το πλήθος αυτών των συνέδρων, τον οδήγησαν στον Πιλάτο. 2 Άρχισαν τότε να τον κατηγορούν, λέγοντας: «Τούτον τον βρήκαμε να διαστρέφει το έθνος μας και να εμποδίζει να δίνουμε φόρους στον Καίσαρα και να λέει πως ο εαυτός του είναι Χριστός, βασιλιάς». 3 Ο Πιλάτος λοιπόν τον ρώτησε λέγοντας: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Εκείνος του αποκρίθηκε και είπε: «Εσύ το λες». 4 Τότε ο Πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και προς τους όχλους: «Κανένα αίτιο καταδίκης δε βρίσκω στον άνθρωπο τούτο». 5 Εκείνοι επέμεναν λέγοντας: «Ξεσηκώνει το λαό διδάσκοντας σε όλη την Ιουδαία και, αφού άρχισε από τη Γαλιλαία, έφτασε ως εδώ».
6 Ο Πιλάτος τότε, όταν το άκουσε, ρώτησε αν ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος 7 και, όταν έμαθε ότι είναι από μέρος της εξουσίας του Ηρώδη, τον παράπεμψε προς τον Ηρώδη, που ήταν και αυτός στα Ιεροσόλυμα αυτές τις ημέρες. 8 Ο Ηρώδης, λοιπόν, όταν είδε τον Ιησού, χάρηκε πολύ, γιατί ήθελε συνεχώς από αρκετά χρόνια να τον δει, επειδή άκουγε γι’ αυτόν και έλπιζε κάποιο θαυματουργικό σημείο να δει να γίνεται από αυτόν. 9 Τον επερωτούσε λοιπόν με αρκετά λόγια, αλλά αυτός τίποτα δεν του αποκρίθηκε. 10 Είχαν σταθεί τότε οι αρχιερείς και οι γραμματείς και τον κατηγορούσαν έντονα. 11 Και αφού τον εξουθένωσε και ο Ηρώδης μαζί με τα στρατεύματά του και τον ενέπαιξε, τον έντυσε με λαμπρή στολή και τον ξανάστειλε στον Πιλάτο. 12 Έγιναν τότε φίλοι ο Ηρώδης και ο Πιλάτος αυτήν την ημέρα μεταξύ τους· γιατί προϋπήρχε έχθρα του ενός προς τον άλλο.
13 Ο Πιλάτος, λοιπόν, αφού συγκάλεσε τους αρχιερείς και τους άρχοντες και το λαό, 14 είπε προς αυτούς: «Φέρατε προς εμένα τον άνθρωπο αυτό σαν έναν που αποπλανά το λαό, και ιδού, εγώ μπροστά σας τον ανάκρινα και δε βρήκα σ’ αυτόν τον άνθρωπο κανένα αίτιο κατηγορίας από όσα κατηγορείτε εναντίον του. 15 Αλλά ούτε κι ο Ηρώδης, γιατί τον ξανάστειλε προς εμάς, και ιδού, τίποτα άξιο θανάτου δεν έχει πράξει αυτός. 16 Αφού τον παιδέψω με μαστίγιο, λοιπόν, θα τον απολύσω». 17 [Είχε μάλιστα υποχρέωση να τους απολύει έναν κατά την εορτή.] 18 Τότε όλο το πλήθος έκραξε δυνατά, λέγοντας: «Αφάνιζε αυτόν και απόλυσέ μας το Βαραβά» 19 – ο οποίος ήταν ριγμένος στη φυλακή για κάποια στάση που έγινε στην πόλη και για φόνο. 20 Πάλι τότε ο Πιλάτος φώναξε προς αυτούς, επειδή ήθελε να απολύσει τον Ιησού. 21 Εκείνοι φώναζαν δυνατά, λέγοντας: «Σταύρωνε, σταύρωνε αυτόν». 22 Εκείνος για τρίτη φορά είπε προς αυτούς: «Γιατί, τι κακό έκανε αυτός; Κανένα αίτιο θανάτου δε βρήκα σ’ αυτόν. Αφού τον παιδέψω, λοιπόν, θα τον απολύσω». 23 Εκείνοι επέμεναν με φωνές μεγάλες, ζητώντας αυτός να σταυρωθεί, και υπερίσχυαν οι φωνές τους. 24 Και έτσι ο Πιλάτος αποφάσισε να γίνει το αίτημά τους: 25 απόλυσε, λοιπόν, αυτόν που είχε ριχτεί στη φυλακή για στάση και φόνο, τον οποίο ζητούσαν, ενώ τον Ιησού τον παράδωσε στο θέλημά τους.
26 Και καθώς τον οδηγούσαν, έπιασαν κάποιο Σίμωνα Κυρηναίο, που ερχόταν από τον αγρό, και επέθεσαν σε αυτόν το σταυρό, για να τον φέρει πίσω από τον Ιησού. 27 Τον ακολουθούσε μάλιστα πολύ πλήθος από το λαό και από γυναίκες που χτυπούσαν τα στήθη τους και τον θρηνούσαν. 28 Στράφηκε τότε προς αυτές ο Ιησούς και είπε: «Θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, μην κλαίτε για μένα. Αλλά για τους εαυτούς σας να κλαίτε και για τα παιδιά σας, 29 γιατί ιδού, έρχονται ημέρες κατά τις οποίες θα πουν: “Μακάριες οι στείρες και οι κοιλιές που δε γέννησαν και οι μαστοί που δεν έθρεψαν”. 30 Τότε θα αρχίσουν να λένε στα όρη: “Πέστε πάνω μας”, και στους λόφους: “Καλύψτε μας”. 31 Γιατί αν στο υγρό ξύλο κάνουν αυτά, στο ξερό τι θα γίνει;» 32 Οδηγούνταν τότε και άλλοι δύο κακούργοι μαζί του, για να θανατωθούν. 33 Και όταν ήρθαν στον τόπο που καλείται “Κρανίο”, εκεί σταύρωσαν αυτόν και τους κακούργους, τον ένα από τα δεξιά, τον άλλο από τα αριστερά του. 34 Και ο Ιησούς έλεγε: «Πατέρα, άφησε σ’ αυτούς, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Διαμοιμάζονται τότε τα ιμάτιά του μεταξύ τους και έριξαν κλήρους. 35 Και ο λαός είχε σταθεί και έβλεπε. Τον περιγελούσαν τότε και οι άρχοντες, λέγοντας: «Άλλους έσωσε, ας σώσει τον εαυτό του, αν αυτός είναι ο Χριστός, ο εκλεκτός του Θεού». 36 Τον ενέπαιξαν τότε και οι στρατιώτες που πλησίαζαν, προσφέροντάς του ξίδι 37 και λέγοντας: «Αν εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτό σου». 38 Ήταν μάλιστα και μια επιγραφή από πάνω του: “Ο βασιλιάς των Ιουδαίων είναι αυτός”. 39 Ένας τότε από τους κακούργους που κρεμάστηκαν τον βλαστημούσε, λέγοντας: «Δεν είσαι εσύ ο Χριστός; Σώσε τον εαυτό σου κι εμάς». 40 Αποκρίθηκε όμως ο άλλος, επιτιμώντας αυτόν, και είπε: «Ούτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ, αφού είσαι στην ίδια καταδίκη; 41 Και εμείς, βέβαια, δίκαια, γιατί απολαμβάνουμε άξια αυτών που πράξαμε. Αυτός, όμως, τίποτα το άτοπο δεν έπραξε». 42 Και έλεγε: «Ιησού, θυμήσου με, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». 43 Και του είπε: «Αλήθεια σου λέω, σήμερα μαζί μου θα είσαι μέσα στον Παράδεισο».
44 Και ήταν ήδη περίπου δώδεκα η ώρα το μεσημέρι, και έγινε σκοτάδι πάνω σε όλη τη γη ως τις τρεις η ώρα το απόγευμα, 45 γιατί χάθηκε ο ήλιος· σχίστηκε μάλιστα το καταπέτασμα του ναού στο μέσο. 46 Και ο Ιησούς, αφού φώναξε με φωνή μεγάλη, είπε: «Πατέρα, στα χέρια σου παραθέτω το πνεύμα μου». Και αφού είπε αυτό, εξέπνευσε. 47 Όταν είδε τότε ο εκατόνταρχος αυτό που έγινε, δόξαζε το Θεό, λέγοντας: «Πράγματι, ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος». 48 Και όλα τα πλήθη που μαζεύτηκαν, για να δουν αυτό το θέαμα, όταν είδαν όσα έγιναν, επέστρεφαν, χτυπώντας τα στήθη. 49 Και είχαν σταθεί όλοι οι γνωστοί του από μακριά, και οι γυναίκες που ακολουθούσαν μαζί του από τη Γαλιλαία, οι οποίες έβλεπαν αυτά.
50 Και ιδού ένας άντρας με το όνομα Ιωσήφ, που ήταν βουλευτής και άντρας αγαθός και δίκαιος 51 – αυτός δεν είχε συγκατατεθεί στην απόφαση και στην πράξη τους – που ήταν από την Αριμαθαία, πόλη των Ιουδαίων, ο οποίος πρόσμενε τη βασιλεία του Θεού. 52 Αυτός πλησίασε τον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού 53 και, αφού το κατέβασε, το τύλιξε μέσα σ’ ένα σεντόνι και τον έθεσε σε μνήμα λαξευτό όπου κανείς ακόμα δεν ήταν τοποθετημένος. 54 Και ήταν ημέρα παρασκευή και χάραζε το Σάββατο. 55 Ακολούθησαν από κοντά τότε οι γυναίκες, οι οποίες είχαν έρθει από τη Γαλιλαία μαζί του, και είδαν το μνήμα και πώς τέθηκε το σώμα του. 56 Όταν λοιπόν επέστρεψαν, ετοίμασαν αρώματα και μύρα.
Και το Σάββατο, βέβαια, ησύχασαν σύμφωνα με τήν εντολή.
Κεφάλαιον 24
1 Την πρώτη όμως ημέρα μετά το Σάββατο, ενώ ήταν όρθρος βαθύς, ήρθαν στο μνήμα, φέρνοντας όσα αρώματα ετοίμασαν. 2 Βρήκαν τότε το λίθο κυλισμένο μακριά από το μνήμα 3 και, αφού εισήλθαν, δε βρήκαν το σώμα του Κυρίου Ιησού. 4 Και συνέβηκε, ενώ αυτές απορούσαν γι’ αυτό, τότε ιδού, δύο άντρες να σταθούν ξαφνικά μπροστά τους με ένδυμα που άστραφτε. 5 Και καθώς ήταν γεμάτες φόβο και έσκυψαν τα πρόσωπά τους στη γη, είπαν προς αυτές: «Τι ζητάτε τον ζωντανό μαζί με τους νεκρούς; 6 Δεν είναι εδώ, αλλά εγέρθηκε. Θυμηθείτε πώς σας μίλησε, ενώ ήταν ακόμα στη Γαλιλαία, 7 λέγοντας για τον Υιό του ανθρώπου ότι πρέπει να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων αμαρτωλών και να σταυρωθεί και την τρίτη ημέρα να αναστηθεί». 8 Και θυμήθηκαν τα λόγια του. 9 Και αφού επέστρεψαν από το μνήμα, ανάγγειλαν όλα αυτά στους έντεκα και σε όλους τους υπόλοιπους. 10 Ήταν, λοιπόν, η Μαγδαληνή Μαρία και η Ιωάννα και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και οι υπόλοιπες μαζί τους. Έλεγαν αυτά προς τους αποστόλους, 11 και αυτά τα λόγια φάνηκαν μπροστά τους σαν παραλήρημα, και απιστούσαν σ’ αυτές. 12 Τότε ο Πέτρος σηκώθηκε και έτρεξε στο μνήμα και, αφού έσκυψε κάτω, βλέπει τους επιδέσμους μόνο, και έφυγε, θαυμάζοντας μέσα του για το γεγονός.