Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен. Страница 62
Κεφάλαιον 18
1 Αφού είπε αυτά ο Ιησούς, εξήλθε μαζί με τους μαθητές του πέρα από το χείμαρρο του Κεδρών όπου ήταν κήπος, στον οποίο εισήλθε αυτός και οι μαθητές του. 2 Μάλιστα ήξερε αυτόν τον τόπο και ο Ιούδας, που τον παράδωσε, γιατί πολλές φορές συνάχτηκε ο Ιησούς εκεί μαζί με τους μαθητές του. 3 Ο Ιούδας, λοιπόν, αφού έλαβε τη στρατιωτική μονάδα και υπηρέτες από τους αρχιερείς και από τους Φαρισαίους, έρχεται εκεί μαζί με φανάρια και με λαμπάδες και με όπλα. 4 Τότε ο Ιησούς, επειδή ήξερε όλα τα ερχόμενα σ’ αυτόν, εξήλθε και τους λέει: «Ποιον ζητάτε;» 5 Του αποκρίθηκαν: «Τον Ιησού το Ναζωραίο». Τους λέει: «Εγώ Είμαι». Είχε σταθεί επίσης και ο Ιούδας, που τον παράδωσε, μαζί τους. 6 Μόλις λοιπόν τους είπε, «Εγώ Είμαι», έφυγαν προς τα πίσω και έπεσαν χάμω. 7 Πάλι τότε τους ρώτησε: «Ποιον ζητάτε;» Εκείνοι είπαν: «Τον Ιησού το Ναζωραίο». 8 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Σας είπα ότι εγώ είμαι. Αν λοιπόν εμένα ζητάτε, αφήστε τούτους να πηγαίνουν» 9 – για να εκπληρωθεί ο λόγος που είπε: «Από αυτούς που μου έχεις δώσει δεν έχασα κανέναν». 10 Ο Σίμωνας Πέτρος τότε, που είχε μάχαιρα, την τράβηξε και χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του απέκοψε το αυτί το δεξιό. Και το όνομα του δούλου ήταν Μάλχος. 11 Είπε λοιπόν ο Ιησούς στον Πέτρο: «Βάλε τη μάχαιρα στη θήκη· το ποτήρι που μου έχει δώσει ο Πατέρας να μην το πιω;»
12 Η στρατιωτική μονάδα, λοιπόν, και ο χιλίαρχος και οι υπηρέτες των Ιουδαίων συνέλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν 13 και τον οδήγησαν στον Άννα πρώτα· γιατί ήταν πεθερός του Καϊάφα, που ήταν αρχιερέας του έτους εκείνου. 14 Και ήταν ο Καϊάφας αυτός που συμβούλεψε τους Ιουδαίους ότι συμφέρει ένας άνθρωπος να πεθάνει υπέρ του λαού.
15 Και ακολουθούσε τον Ιησού ο Σίμωνας Πέτρος και ένας άλλος μαθητής. Ο μαθητής λοιπόν εκείνος ήταν γνωστός στον αρχιερέα και εισήλθε μαζί με τον Ιησού στην αυλή του αρχιερέα, 16 ενώ ο Πέτρος είχε σταθεί κοντά προς τη θύρα έξω. Εξήλθε λοιπόν ο άλλος μαθητής, ο γνωστός του αρχιερέα, και είπε στη θυρωρό και εισήγαγε τον Πέτρο. 17 Λέει τότε στον Πέτρο η δούλη η θυρωρός: «Μήπως κι εσύ είσαι από τους μαθητές του ανθρώπου τούτου;» Εκείνος λέει: «Δεν είμαι». 18 Και είχαν σταθεί οι δούλοι και οι υπηρέτες, έχοντας κάνει ανθρακιά, επειδή έκανε κρύο, και θερμαίνονταν. Είχε σταθεί τότε και ο Πέτρος μαζί τους και θερμαινόταν.
19 Ο αρχιερέας, λοιπόν, ρώτησε τον Ιησού για τους μαθητές του και για τη διδαχή του. 20 Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εγώ με παρρησία έχω μιλήσει στον κόσμο. Εγώ πάντοτε δίδαξα στη συναγωγή και στο ναό, όπου όλοι οι Ιουδαίοι συνέρχονται, και στα κρυφά δε μίλησα τίποτα. 21 Τι με ρωτάς; Ρώτησε αυτούς που έχουν ακούσει τι τους μίλησα. Δες, αυτοί ξέρουν όσα είπα εγώ». 22 Και όταν είπε αυτά, ένας από τους υπηρέτες που είχε σταθεί εκεί κοντά έδωσε ένα χαστούκι στον Ιησού και του είπε: «Έτσι αποκρίνεσαι στον αρχιερέα;» 23 Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Αν κακώς μίλησα, μαρτύρησε για το κακό· αν όμως καλώς, γιατί με δέρνεις;» 24 Τον απέστειλε τότε ο Άννας δεμένο προς τον Καϊάφα τον αρχιερέα.
25 Και ο Σίμωνας Πέτρος είχε σταθεί και θερμαινόταν. Του είπαν, λοιπόν: «Μήπως κι εσύ είσαι από τους μαθητές του;» Εκείνος αρνήθηκε και είπε: «Δεν είμαι». 26 Λέει ένας από τους δούλους του αρχιερέα, που ήταν συγγενής αυτού που απέκοψε ο Πέτρος το αυτί: «Δε σε είδα εγώ μέσα στον κήπο μαζί του;» 27 Πάλι, λοιπόν, αρνήθηκε ο Πέτρος· και αμέσως λάλησε ένας πετεινός.
28 Οδηγούν τότε τον Ιησού από τον Καϊάφα στο πραιτώριο· και ήταν πρωί. Και αυτοί δεν εισήλθαν στο πραιτώριο, για να μη μιανθούν, αλλά να φάνε το Πάσχα. 29 Βγήκε, λοιπόν, ο Πιλάτος έξω προς αυτούς και λέει: «Ποια κατηγορία φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;» 30 Αποκρίθηκαν και του είπαν: «Αν αυτός δεν έκανε συνεχώς κακό, δε θα σου τον παραδίναμε». 31 Είπε τότε σ’ αυτούς ο Πιλάτος: «Λάβετέ τον εσείς και κατά το νόμο σας κρίνετέ τον». Του είπαν οι Ιουδαίοι: «Σ’ εμάς δεν επιτρέπεται να θανατώσουμε κανέναν» 32 – για να εκπληρωθεί ο λόγος του Ιησού που είπε, δίνοντας σημάδι με ποιο θάνατο έμελλε να πεθάνει. 33 Εισήλθε, λοιπόν, πάλι στο πραιτώριο ο Πιλάτος και φώναξε τον Ιησού και του είπε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» 34 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Από τον εαυτό σου εσύ το λες αυτό ή άλλοι σου είπαν για μένα;» 35 Αποκρίθηκε ο Πιλάτος: «Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος; Το έθνος το δικό σου και οι αρχιερείς σε παράδωσαν σ’ εμένα· τι έκανες;» 36 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Η βασιλεία η δική μου δεν είναι από τον κόσμο τούτο. Αν από τον κόσμο τούτον ήταν η βασιλεία η δική μου, οι υπηρέτες οι δικοί μου θα αγωνίζονταν, για να μην παραδοθώ στους Ιουδαίους. Αλλά τώρα η βασιλεία η δική μου δέν είναι από εδώ». 37 Του είπε τότε ο Πιλάτος: «Επομένως, βασιλιάς είσαι εσύ;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εσύ λες σωστά ότι είμαι βασιλιάς. Εγώ γι’ αυτό έχω γεννηθεί και γι’ αυτό έχω έρθει στον κόσμο: για να μαρτυρήσω για την αλήθεια. Καθένας που είναι από την αλήθεια ακούει τη φωνή μου». 38 Λέει σ’ αυτόν ο Πιλάτος: «Τι είναι αλήθεια;»
Και αφού είπε αυτό, πάλι εξήλθε προς τους Ιουδαίους και τους λέει: «Εγώ δε βρίσκω σ’ αυτόν καμία αιτία καταδίκης. 39 Υπάρχει όμως μια συνήθεια σ’ εσάς, να σας απολύω έναν υπόδικο κατά το Πάσχα. Θέλετε, λοιπόν, να σας απολύσω το βασιλιά των Ιουδαίων;» 40 Κραύγασαν τότε πάλι λέγοντας: «Όχι τούτον, αλλά το Βαραβά». Και ήταν ο Βαραβάς ληστής.
Κεφάλαιον 19
1 Τότε, λοιπόν, έλαβε ο Πιλάτος τον Ιησού και τον μαστίγωσε. 2 Και οι στρατιώτες, αφού έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια, το επέθεσαν στο κεφάλι του και τον έντυσαν με ιμάτιο πορφυρό 3 και έρχονταν προς αυτόν και έλεγαν: «Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων». Και του έδιναν χαστούκια. 4 Και βγήκε πάλι έξω ο Πιλάτος και τους λέει: «Να, εγώ σας τον φέρνω έξω, για να καταλάβετε ότι καμιά αιτία καταδίκης δε βρίσκω σ’ αυτόν». 5 Βγήκε λοιπόν ο Ιησούς έξω, φορώντας το αγκάθινο στεφάνι και το πορφυρό ιμάτιο. Και τους λέει ο Πιλάτος: «Ιδού ο άνθρωπος». 6 Όταν λοιπόν τον είδαν οι αρχιερείς και οι υπηρέτες του ναού, κραύγασαν λέγοντας: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον». Τους λέει ο Πιλάτος: «Λάβετέ τον εσείς και σταυρώστε τον, γιατί εγώ δεν βρίσκω σ’ αυτόν αιτία καταδίκης». 7 Αποκρίθηκαν σ’ αυτόν οι Ιουδαίοι: «Εμείς έχουμε νόμο και κατά το νόμο οφείλει να πεθάνει, γιατί έκανε τον εαυτό του Υιό Θεού». 8 Όταν λοιπόν άκουσε ο Πιλάτος αυτόν το λόγο, φοβήθηκε περισσότερο, 9 και εισήλθε στο πραιτώριο πάλι και λέει στον Ιησού: «Από πού είσαι εσύ;» Αλλά ο Ιησούς δεν του έδωσε απόκριση. 10 Λέει τότε σ’ αυτόν ο Πιλάτος: «Σ’ εμένα δε μιλάς; Δεν ξέρεις ότι έχω εξουσία να σε απολύσω και έχω εξουσία να σε σταυρώσω;» 11 Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Δε θα είχες εξουσία κατεπάνω μου καμιά, αν δε σου ήταν δοσμένο από επάνω. Γι’ αυτό εκείνος που με παράδωσε σ’ εσένα έχει μεγαλύτερη αμαρτία». 12 Γι’ αυτό που είπε, ο Πιλάτος ζητούσε να τον απολύσει. Αλλά οι Ιουδαίοι κραύγασαν λέγοντας: «Αν τούτον απολύσεις, δεν είσαι φίλος του Καίσαρα. Καθένας που κάνει τον εαυτό του βασιλιά αντιτίθεται στον Καίσαρα». 13 Ο Πιλάτος, λοιπόν, όταν άκουσε τα λόγια αυτά, έφερε έξω τον Ιησού και κάθισε πάνω σε βήμα, σ’ έναν τόπο που λέγεται Λιθόστρωτο και στα εβραϊκά “Γαββαθά”. 14 Ήταν τότε παρασκευή του Πάσχα, η ώρα ήταν περίπου δώδεκα το μεσημέρι. Και λέει στους Ιουδαίους: «Να ο βασιλιάς σας». 15 Κραύγασαν τότε εκείνοι: «Αφάνισέ τον, αφάνισέ τον, σταύρωσέ τον». Τους λέει ο Πιλάτος: «Το βασιλιά σας να σταυρώσω;» Αποκρίθηκαν οι αρχιερείς: «Δεν έχουμε βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα». 16 Τότε, λοιπόν, τον παράδωσε σ’ αυτούς για να σταυρωθεί.