Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен. Страница 79
12 Όταν λοιπόν ξημέρωσε, έκαναν συνωμοσία οι Ιουδαίοι και με όρκο αναθεμάτισαν τους εαυτούς τους, λέγοντας πως δε θα φάνε μήτε θα πιουν, ωσότου σκοτώσουν τον Παύλο. 13 Ήταν τότε περισσότεροι από σαράντα όσοι έκαναν αυτήν τη συνωμοσία, 14 οι οποίοι προσήλθαν στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους και είπαν: «Με ανάθεμα αναθεματίσαμε με όρκο τους εαυτούς μας να μη γευτούμε τίποτα, ωσότου σκοτώσουμε τον Παύλο. 15 Τώρα, λοιπόν, εσείς εμφανιστείτε στο χιλίαρχο μαζί με το συνέδριο, για να τον κατεβάσει σ’ εσάς δήθεν πως μέλλετε να γνωρίσετε ακριβέστερα τα σχετικά μ’ αυτόν. Εμείς, όμως, προτού πλησιάσει αυτός, είμαστε έτοιμοι να τον σκοτώσουμε». 16 Επειδή άκουσε ο γιος της αδελφής του Παύλου την ενέδρα, παρουσιάστηκε και εισήλθε στο στρατώνα και το ανάγγειλε στον Παύλο. 17 Προσκάλεσε τότε ο Παύλος έναν από τους εκατόνταρχους και είπε: «Το νεαρό τούτο οδήγησε προς το χιλίαρχο, γιατί έχει κάτι να του αναγγείλει». 18 Αυτός, λοιπόν, αφού τον παράλαβε, τον οδήγησε προς το χιλίαρχο και λέει: «Ο δέσμιος Παύλος με προσκάλεσε και με παρακάλεσε να οδηγήσω τούτο το νεαρό προς εσένα, γιατί έχει κάτι να σου μιλήσει». 19 Αφού έπιασε λοιπόν το χέρι του ο χιλίαρχος και αναχώρησε ιδιαιτέρως, ζητούσε να μάθει: «Τι είναι αυτό που έχεις να μου αναγγείλεις;» 20 Είπε τότε: «Οι Ιουδαίοι συμφώνησαν να σου ζητήσουν, ώστε αύριο να κατεβάσεις τον Παύλο στο συνέδριο, δήθεν πως πρόκειται κάτι ακριβέστερο να ζητήσουν να μάθουν γι’ αυτόν. 21 Εσύ, λοιπόν, μην πειστείς από αυτούς· γιατί τον ενεδρεύουν περισσότεροι από σαράντα άντρες από αυτούς, οι οποίοι αναθεμάτισαν τους εαυτούς τους μήτε να φάνε μήτε να πιουν, ωσότου τον σκοτώσουν, και τώρα είναι έτοιμοι, περιμένοντας από εσένα την υπόσχεση». 22 Ο χιλίαρχος, λοιπόν, απόλυσε το νεαρό και του παράγγειλε: «Σε κανέναν να μη μιλήσεις έξω ότι αυτά φανέρωσες προς εμένα».
23 Και αφού προσκάλεσε κάποιους, δύο από τους εκατόνταρχους, είπε: «Ετοιμάστε διακόσιους στρατιώτες, για να πορευτούν ως την Καισάρεια, και εβδομήντα ιππείς και διακόσιους λογχοφόρους από τις εννιά η ώρα τη νύχτα. 24 Και προμηθεύστε ζώα, για να επιβιβάσουν τον Παύλο και να τον διασώσουν προς το Φήλικα τον ηγεμόνα». 25 Και έγραψε επιστολή που είχε αυτόν τον τύπο: 26 «Κλαύδιος Λυσίας προς τον εξοχότατο ηγεμόνα Φήλικα· χαίρε! 27 Τον άντρα τούτο που τον συνέλαβαν οι Ιουδαίοι και έμελλε να σκοτωθεί από αυτούς τον ελευθέρωσα, αφού ήρθα εσπευσμένα μαζί με το στράτευμα, επειδή έμαθα ότι είναι Ρωμαίος. 28 Και επειδή ήθελα να γνωρίσω καλά την αιτία για την οποία τον κατηγορούσαν, τον κατέβασα στο συνέδριό τους. 29 Αυτόν βρήκα να τον κατηγορούν για ζητήματα του νόμου τους, και να μην έχει κάνει κανένα έγκλημα άξιο θανάτου ή φυλακής. 30 Επειδή λοιπόν μου έδωσαν μήνυμα ότι θα γίνει επιβουλή στον άντρα, αμέσως τον έστειλα προς εσένα, αφού παράγγειλα και στους κατηγόρους του να λένε τα εναντίον του μπροστά σου. [Υγίαινε]». 31 Οι στρατιώτες, λοιπόν, πράγματι σύμφωνα με αυτό που τους είχε διαταχτεί, παράλαβαν τον Παύλο και τον οδήγησαν νύχτα στην Αντιπατρίδα, 32 και την επόμενη ημέρα, αφού άφησαν τους ιππείς να φύγουν μαζί του, επέστρεψαν στο στρατώνα. 33 Οι οποίοι, ιππείς, όταν εισήλθαν στην Καισάρεια και έδωσαν την επιστολή στον ηγεμόνα, παρουσίασαν και τον Παύλο σ’ αυτόν. 34 Διάβασε τότε την επιστολή και ρώτησε από ποια επαρχία είναι και, όταν έμαθε ότι είναι από την Κιλικία, είπε: 35 «Θα σε ακούσω πλήρως, όταν και οι κατήγοροί σου παρουσιαστούν». Και διέταξε να φυλάγεται αυτός μέσα στο πραιτώριο του Ηρώδη.
Κεφάλαιον 24
1 Μετά λοιπόν από πέντε ημέρες κατέβηκε ο αρχιερέας Ανανίας μαζί με μερικούς πρεσβυτέρους και με ρήτορα κάποιο Τέρτυλλο, οι οποίοι εμφάνισαν την καταγγελία τους στον ηγεμόνα κατά του Παύλου. 2 Αφού λοιπόν κλήθηκε αυτός, άρχισε να τον κατηγορεί ο Τέρτυλλος λέγοντας: «Επειδή πολλή ειρήνη απολαμβάνουμε μ’ εσένα και μεταρρυθμίσεις γίνονται στο έθνος τούτο μέσω της δικής σου πρόνοιας, 3 με κάθε τρόπο και παντού αποδεχόμαστε αυτά, εξοχότατε Φήλικα, με κάθε ευχαριστία. 4 Αλλά για να μη σε κουράζω περισσότερο, παρακαλώ να μας ακούσεις σύντομα με την επιείκειά σου. 5 Γιατί βρήκαμε τον άντρα τούτο σαν πανούκλα και να υποκινεί στάσεις σε όλους τους Ιουδαίους που είναι στην οικουμένη και να είναι πρωτοστάτης της αιρέσεως των Ναζωραίων. 6 Αυτός ακόμα και το ναό προσπάθησε να βεβηλώσει, τον οποίο τότε κρατήσαμε [και κατά το δικό μας νόμο θελήσαμε να τον κρίνουμε. 7 Ήρθε όμως ο Λυσίας ο χιλίαρχος και με πολλή βία τον απήγαγε από τα χέρια μας, 8 και διέταξε τους κατηγόρους του να έρχονται μπροστά σου]. Από αυτόν θα δυνηθείς ο ίδιος, όταν τον ανακρίνεις, να γνωρίσεις καλά για όλα τούτα που εμείς τον κατηγορούμε». 9 Συμφώνησαν λοιπόν και οι Ιουδαίοι, βεβαιώνοντας ότι έτσι έχουν αυτά.
10 Και αποκρίθηκε ο Παύλος, όταν του έγνεψε ο ηγεμόνας να μιλήσει: «Επειδή γνωρίζω καλά πως από πολλά έτη είσαι κριτής στο έθνος τούτο, ευχαρίστως απολογούμαι γι’ αυτά που αφορούν τον εαυτό μου, 11 γιατί μπορείς να μάθεις καλά ότι δεν έχω περισσότερες από δώδεκα ημέρες, αφότου ανέβηκα να προσκυνήσω στην Ιερουσαλήμ. 12 Και ούτε μέσα στο ναό με βρήκαν να συνδιαλέγομαι με κάποιον ή να μαζεύω πλήθος, ούτε μέσα στις συναγωγές ούτε στην πόλη, 13 ούτε δύνανται να αποδείξουν σ’ εσένα εκείνα για τα οποία τώρα με κατηγορούν. 14 Σου ομολογώ λοιπόν αυτό, ότι κατά την Οδό που λένε αίρεση, έτσι λατρεύω τον πατρώο Θεό, πιστεύοντας σε όλα όσα είναι γραμμένα στο νόμο και όσα είναι μέσα στους προφήτες, 15 έχοντας ελπίδα στο Θεό, που και αυτοί οι ίδιοι περιμένουν, ότι μέλλει να γίνει ανάσταση δίκαιων και άδικων. 16 Γι’ αυτό κι εγώ ο ίδιος προσπαθώ να έχω συνείδηση χωρίς πρόσκομμα προς το Θεό και τους ανθρώπους διαπαντός. 17 Ύστερα από πολλά έτη, λοιπόν, παρουσιάστηκα στο έθνος μου, για να κάνω ελεημοσύνες και προσφορές. 18 Με αυτά ασχολούμουν όταν με βρήκαν εξαγνισμένο μέσα στο ναό, όχι μαζί με πλήθος ούτε με θόρυβο, 19 μερικοί λοιπόν Ιουδαίοι από την επαρχία της Ασίας, οι οποίοι έπρεπε να είναι παρόντες μπροστά σου και να με κατηγορούν αν έχουν κάτι εναντίον μου. 20 Ή αυτοί οι ίδιοι ας πουν τι αδίκημα βρήκαν όταν στάθηκα μπροστά στο συνέδριο, 21 ή γι’ αυτήν τη μία φωνή που έκραξα μεταξύ τους όταν είχα σταθεί: “Για ανάσταση νεκρών εγώ κρίνομαι σήμερα μπροστά σας”». 22 Ανέβαλε τότε γι’ αυτούς ο Φήλικας τη δίκη, επειδή ήξερε ακριβέστερα τα σχετικά με την Οδό, και είπε: «Όταν ο Λυσίας ο χιλίαρχος κατεβεί, θα αποφασίσω όσα σας αφορούν». 23 Διέταξε τον εκατόνταρχο να επιτηρείται αυτός και να έχει άνεση και να μην εμποδίζουν κανέναν από τους δικούς του να τον υπηρετεί.
24 Και μετά από μερικές ημέρες παρουσιάστηκε ο Φήλικας μαζί με τη Δρουσίλλα, τη δική του γυναίκα που ήταν Ιουδαία, και έστειλε να φέρουν τον Παύλο και τον άκουσε για την πίστη στο Χριστό Ιησού. 25 Ενώ λοιπόν αυτός συνδιαλεγόταν για δικαιοσύνη και για εγκράτεια και για την κρίση τη μελλοντική, γέμισε φόβο ο Φήλικας και αποκρίθηκε: «Προς το παρόν πήγαινε και, όταν έχω καιρό, θα σε ξανακαλέσω». 26 Συγχρόνως και έλπιζε ότι θα δοθούν χρήματα σ’ αυτόν από τον Παύλο· γι’ αυτό και συχνότερα έστελνε να τον φέρνουν και μιλούσε μαζί του. 27 Όταν λοιπόν συμπληρώθηκε μια διετία, ήρθε διάδοχος στο Φήλικα ο Πόρκιος Φήστος και, επειδή ήθελε να κάνει χάρη στους Ιουδαίους, ο Φήλικας εγκατέλειψε τον Παύλο φυλακισμένο.