Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен. Страница 9
34 Όλα αυτά τα μίλησε ο Ιησούς με παραβολές στα πλήθη και χωρίς παραβολή δεν τους μιλούσε τίποτα. 35 Για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε μέσω του προφήτη, όταν έλεγε: Θα ανοίξω με παραβολές το στόμα μου, θα μιλήσω δυνατά για πράγματα κρυμμένα από τη δημιουργία του κόσμου.
36 Τότε άφησε τα πλήθη και ήρθε στην οικία. Και τον πλησίασαν οι μαθητές του λέγοντας: «Διασαφήνισέ μας την παραβολή των ζιζανίων του αγρού». 37 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Αυτός που σπέρνει τον καλό σπόρο είναι ο Υιός του ανθρώπου, 38 και ο αγρός είναι ο κόσμος, και ο καλός σπόρος, αυτοί είναι οι γιοι της βασιλείας. Ενώ τα ζιζάνια είναι οι γιοι του Πονηρού, 39 και ο εχθρός που τα έσπειρε είναι ο Διάβολος, και ο θερισμός είναι η συντέλεια του αιώνα και οι θεριστές είναι άγγελοι. 40 Όπως ακριβώς, λοιπόν, μαζεύονται τα ζιζάνια και κατακαίγονται σε φωτιά, έτσι θα είναι κατά τη συντέλεια του αιώνα. 41 Θα αποστείλει ο Υιός του ανθρώπου τους αγγέλους του, και θα μαζέψουν από τη βασιλεία του όλα τα σκάνδαλα και όσους πράττουν την ανομία 42 και θα τους ρίξουν στο καμίνι της φωτιάς. Εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. 43 Τότε οι δίκαιοι θα ακτινοβολήσουν σαν τον ήλιο μέσα στη βασιλεία του Πατέρα τους. Όποιος έχει αυτιά ας ακούει».
44 «Η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με θησαυρό κρυμμένο μέσα στον αγρό, που τον βρήκε ένας άνθρωπος και τον έκρυψε, και από τη χαρά του πηγαίνει και πουλά όλα όσα έχει και αγοράζει εκείνο τον αγρό. 45 Πάλι, η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια μ’ έναν άνθρωπο έμπορο που ζητά καλά μαργαριτάρια. 46 Και όταν βρήκε ένα πολύτιμο μαργαριτάρι, έφυγε και πούλησε όλα όσα είχε και το αγόρασε. 47 Πάλι, η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με δίχτυ που ρίχτηκε στη θάλασσα και σύναξε ψάρια από κάθε γένος. 48 Το οποίο, όταν γέμισε, το ανέβασαν στο γιαλό και, αφού κάθισαν, μάζεψαν τα καλά σε αγγεία, ενώ τα άχρηστα τα έριξαν έξω. 49 Έτσι θα γίνει κατά τη συντέλεια του αιώνα: θα εξέλθουν οι άγγελοι και θα ξεχωρίσουν τους κακούς μέσα από τους δίκαιους 50 και θα τους ρίξουν στο καμίνι της φωτιάς. Εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών».
51 «Έχετε καταλάβει όλα αυτά;» Του λένε: «Ναι». 52 Εκείνος τους είπε: «Γι’ αυτό κάθε γραμματέας που μαθήτεψε στη βασιλεία των ουρανών είναι όμοιος με άνθρωπο οικοδεσπότη, ο οποίος βγάζει από το θησαυρό του καινούργια και παλιά».
53 Και συνέβηκε, όταν τέλειωσε ο Ιησούς αυτές τις παραβολές, να αναχωρήσει από εκεί. 54 Και αφού ήρθε στην πατρίδα του, τους δίδασκε στη συναγωγή τους, ώστε αυτοί να εκπλήσσονται και να λένε: «Από πού έρχονται σε τούτον αυτή η σοφία και οι θαυματουργικές δυνάμεις; 55 Δεν είναι αυτός ο γιος του ξυλουργού; Δε λέγεται η μητέρα του Μαριάμ και οι αδελφοί του Ιάκωβος και Ιωσήφ και Σίμωνας και Ιούδας; 56 Και οι αδελφές του δεν είναι όλες κοντά μας; Από πού λοιπόν ήρθαν σε τούτον όλα αυτά;» 57 Και σκανδαλίζονταν με αυτόν. Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Δεν υπάρχει προφήτης ατίμητος παρά μόνο στην πατρίδα του και στην οικία του». 58 Και δεν έκανε εκεί πολλές θαυματουργικές δυνάμεις εξαιτίας της απιστίας τους.
Κεφάλαιον 14
1 Εκείνον τον καιρό άκουσε ο Ηρώδης ο τετράρχης τη φήμη του Ιησού 2 και είπε στους δούλους του: «Αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Αυτός αναστήθηκε από τους νεκρούς, και γι’ αυτό οι θαυματουργικές δυνάμεις ενεργούν μέσω αυτού». 3 Γιατί ο Ηρώδης, αφού συνέλαβε τον Ιωάννη, τον έδεσε και τον έβαλε μέσα στη φυλακή εξαιτίας της Ηρωδιάδας, της γυναίκας του Φιλίππου του αδελφού του. 4 Γιατί ο Ιωάννης του έλεγε: «Δεν σου επιτρέπεται να την έχεις». 5 Και ενώ ήθελε να τον σκοτώσει, φοβήθηκε το πλήθος, επειδή τον θεωρούσαν προφήτη. 6 Όταν λοιπόν έγιναν τα γενέθλια του Ηρώδη, χόρεψε η θυγατέρα της Ηρωδιάδας στο μέσο και άρεσε στον Ηρώδη. 7 Γι’ αυτό της υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει ό,τι κι αν ζητήσει. 8 Εκείνη, αφού καθοδηγήθηκε από τη μητέρα της, είπε: «Δώσε μου εδώ, πάνω σε ένα πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή». 9 Και παρόλο που λυπήθηκε ο βασιλιάς, όμως εξαιτίας των όρκων και γι’ αυτούς που κάθονταν μαζί στο τραπέζι, διέταξε να της δοθεί. 10 Και έστειλε και αποκεφάλισε τον Ιωάννη μέσα στη φυλακή. 11 Και έφεραν το κεφάλι του πάνω σε ένα πιάτο και δόθηκε στο κορίτσι, και το έφερε στη μητέρα της. 12 Και αφού πλησίασαν οι μαθητές του, σήκωσαν το πτώμα και το έθαψαν, και μετά ήρθαν και το ανάγγειλαν στον Ιησού.
13 Όταν λοιπόν το άκουσε ο Ιησούς, αναχώρησε από εκεί με πλοίο σε έρημο τόπο ιδιαιτέρως. Και μόλις το άκουσαν τα πλήθη, τον ακολούθησαν πεζή από τις πόλεις. 14 Και όταν εξήλθε, είδε πολύ πλήθος και τους σπλαχνίστηκε και θεράπευσε τους αρρώστους τους. 15 Όταν λοιπόν βράδιασε, τον πλησίασαν οι μαθητές λέγοντας: « Ο τόπος είναι έρημος και η ώρα ήδη πέρασε. Απόλυσε τα πλήθη, για να πάνε στα χωριά και να αγοράσουν τρόφιμα για τους εαυτούς τους». 16 Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Δεν έχουν ανάγκη να φύγουν· δώστε τους εσείς να φάνε». 17 Εκείνοι του λένε: «Δεν έχουμε εδώ παρά μόνο πέντε άρτους και δύο ψάρια». 18 Αυτός είπε: «Φέρτε μου εδώ αυτά». 19 Και διέταξε τα πλήθη να καθίσουν πάνω στο χορτάρι, έλαβε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, σήκωσε πάνω το βλέμμα στον ουρανό και ευλόγησε το Θεό και, αφού τα έκοψε με τα χέρια, έδωσε στους μαθητές τούς άρτους και οι μαθητές στα πλήθη. 20 Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν, και σήκωσαν το περίσσευμα των κομματιών, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. 21 Και αυτοί που έτρωγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες, χωρίς να μετρηθούν γυναίκες και παιδιά.
22 Και αμέσως ανάγκασε τους μαθητές να μπουν στο πλοίο και να πάνε πριν από αυτόν στην όχθη αντίπερα, ωσότου να απολύσει τα πλήθη. 23 Και αφού απόλυσε τα πλήθη, ανέβηκε στο όρος ιδιαιτέρως για να προσευχηθεί. Και όταν βράδιασε, ήταν μόνος εκεί. 24 Και το πλοίο ήδη απείχε πολλά χιλιόμετρα από την ξηρά και βασανιζόταν από κύματα, γιατί ο άνεμος ήταν αντίθετος. 25 Κατά τα ξημερώματα, λοιπόν, ήρθε προς αυτούς περπατώντας πάνω στη λίμνη. 26 Και οι μαθητές, επειδή τον είδαν να περπατάει πάνω στη λίμνη, ταράχτηκαν λέγοντας ότι είναι φάντασμα, και έκραξαν από το φόβο. 27 Ευθύς όμως τους μίλησε ο Ιησούς λέγοντας: «Έχετε θάρρος, εγώ είμαι· μη φοβάστε». 28 Του αποκρίθηκε τότε ο Πέτρος και είπε: «Κύριε, αν είσαι εσύ, διάταξέ με να έρθω προς εσένα πάνω στα νερά». 29 Εκείνος είπε: «Έλα». Και αφού ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοίο, περπάτησε πάνω στα νερά και ήρθε προς τον Ιησού. 30 Βλέποντας όμως τον άνεμο ισχυρό, φοβήθηκε και, επειδή άρχισε να καταποντίζεται, φώναξε λέγοντας: «Κύριε, σώσε με». 31 Αμέσως τότε ο Ιησούς, αφού έκτεινε το χέρι, τον έπιασε και του λέει: «Ολιγόπιστε, γιατί δίστασες;» 32 Και μόλις αυτοί ανέβηκαν στο πλοίο, κόπασε ο άνεμος. 33 Εκείνοι μέσα στο πλοίο τον προσκύνησαν λέγοντας: «Αληθινά είσαι Υιός Θεού».