Η Καινή Διαθήκη (Ελληνική Βιβλική Εταιρία) - Автор неизвестен. Страница 22

Η θεραπεία της γυναίκας με την αιμορραγία και η ανάσταση της κόρης του Ιαείρου
(Μτ 9,18-26· Λκ 8,40-56)

21 Όταν πέρασε ο Ιησούς με το πλοιάριο πάλι στην απέναντι όχθη, συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος γύρω του. Ήταν πλάι στη λίμνη. 22 Έρχεται τότε ένας από τους άρχοντες της *συναγωγής, που λεγόταν Ιάειρος· μόλις βλέπει τον Ιησού έπεσε στα πόδια του και 23 τον παρακαλούσε θερμά λέγοντας: «Η κορούλα μου βρίσκεται στα τελευταία της· έλα να βάλεις τα χέρια σου πάνω της για να γιατρευτεί και να ζήσει». 24 Ο Ιησούς έφυγε μαζί του. Τον ακολουθούσε και πολύς κόσμος, που τον περιέβαλλε ασφυκτικά. 25 Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια. 26 Είχε ξοδέψει όλη την περιουσία της σε πολλές θεραπείες από πολλούς γιατρούς, χωρίς να δει καμιά βελτίωση· αντίθετα, είχε γίνει πολύ χειρότερα. 27 Όταν άκουσε για τον Ιησού, ήρθε μέσα από τον κόσμο πίσω του κι άγγιξε το ρούχο του. 28 «Και μόνο ν’ αγγίξω τα ρούχα του», έλεγε μέσα της, «θα σωθώ». 29 Η αιμορραγία της σταμάτησε αμέσως κι αισθάνθηκε στο σώμα της ότι θεραπεύτηκε από την αρρώστια που τη βασάνιζε. 30 Ταυτόχρονα ο Ιησούς ένιωσε τη δύναμη που βγήκε απ’ αυτόν, στράφηκε στο πλήθος και είπε: «Ποιος άγγιξε τα ρούχα μου;» 31 Οι μαθητές του έλεγαν: «Δε βλέπεις τον κόσμο που σε περιβάλλει ασφυκτικά; Τι ρωτάς ποιος σε άγγιξε;» 32 Εκείνος όμως έστρεφε το βλέμμα του τριγύρω για να δει εκείνην που τον είχε αγγίξει. 33 Η γυναίκα τότε, φοβισμένη και τρομαγμένη, ξέροντας αυτό που της συνέβη, ήρθε κι έπεσε στα πόδια του και του είπε όλη την αλήθεια. 34 Ο Ιησούς της είπε: «Κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε. Πήγαινε στο καλό. Είσαι θεραπευμένη από την αρρώστια σου». 35 Ενώ ακόμη ο Ιησούς μιλούσε, έρχονται άνθρωποι του άρχοντα της συναγωγής και του λένε: «Η κόρη σου πέθανε· τι εξακολουθείς να ενοχλείς το δάσκαλο;» 36 Ο Ιησούς όμως αμέσως μόλις άκουσε να λένε τα λόγια αυτά, είπε στον άρχοντα της συναγωγής: «Εσύ μη φοβάσαι· μόνο πίστευε». 37 Και δεν επέτρεψε σε κανέναν να τον ακολουθήσει παρά μόνο στον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδερφό του Ιακώβου. 38 Έρχονται στο σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και βλέπει ο Ιησούς να υπάρχει αναστάτωση, και τους ανθρώπους να κλαίνε και να οδύρονται δυνατά. 39 Μπήκε μέσα και τους λέει: «Γιατί αυτός ο θόρυβος και τα κλάματα; Το παιδί δεν πέθανε αλλά κοιμάται». Εκείνοι τον περιγελούσαν. 40 Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει τον πατέρα και τη μητέρα του παιδιού και τους μαθητές του και μπαίνει εκεί που ήταν το παιδί ξαπλωμένο. 41 Πιάνει το κορίτσι από το χέρι και του λέει: «Ταλιθά κούμι», που σημαίνει «κορίτσι, σε διατάζω να σηκωθείς!» 42 Το κορίτσι σηκώθηκε αμέσως και περπατούσε. Ήταν δώδεκα ετών. Όλοι τότε κυριεύτηκαν από μεγάλη κατάπληξη. 43 Ο Ιησούς όμως τους έδωσε αυστηρή παραγγελία να μην το μάθει κανείς αυτό, και είπε να δώσουν στο κορίτσι να φάει.

Κεφάλαιο 6

Ο Ιησούς δεν γίνεται δεκτός στην πατρίδα του
(Μτ 13,53-58· Λκ 4,16-30)

1 Ο Ιησούς έφυγε από ’κει και ήρθε στην πατρίδα του. Οι μαθητές του τον ακολουθούσαν. 2 Το *Σάββατο άρχισε να διδάσκει στη *συναγωγή. Πολλοί που τον άκουγαν απορούσαν κι έλεγαν: «Από πού τα κατέχει αυτά; Και ποια είναι η σοφία αυτή που του δόθηκε; Πώς κάνει τέτοια θαύματα με τα χέρια του; 3 Αυτός δεν είναι ο ξυλουργός, ο γιος της Μαρίας κι αδερφός του Ιακώβου, του Ιωσή, του Ιούδα και του Σίμωνος; Κι οι αδερφές του δεν μένουν εδώ στον τόπο μας;» Αυτό, λοιπόν, τους δημιουργούσε εμπόδιο να τον πιστέψουν. 4 Κι ο Ιησούς τους έλεγε: «Δεν υπάρχει *προφήτης που να μην τον περιφρονούν οι συμπατριώτες του, οι συγγενείς του κι η οικογένειά του». 5 Έτσι δεν μπόρεσε να κάνει εκεί κανένα θαύμα, παρά μόνο ακούμπησε τα χέρια του σε λίγους αρρώστους και τους θεράπευσε. 6 Κι έμενε κατάπληκτος από την απιστία τους.

Η αποστολή των δώδεκα
(Μτ 10,5-15· Λκ 9,1-6)

Ο Ιησούς περιόδευε στα γύρω χωριά και δίδασκε. 7 Κάλεσε τους δώδεκα μαθητές του κι άρχισε να τους στέλνει δύο δύο, δίνοντάς τους εξουσία να διώχνουν τα δαιμονικά *πνεύματα. 8 Τους παράγγειλε να μην παίρνουν τίποτε μαζί τους για το δρόμο: ούτε σακίδιο ούτε φαγητό ούτε χρήματα στο ζωνάρι τους παρά μόνο ένα ραβδί· 9 να βάλουν σανδάλια στα πόδια τους και να μην πάρουν μαζί τους διπλά ρούχα. 10 Τους έλεγε ακόμη: «Σ’ όποιο σπίτι φιλοξενηθείτε, εκεί να μένετε ώσπου να φύγετε από ’κείνο το μέρος. 11 Και όσοι δεν σας δεχτούν και δεν ακούσουν το μήνυμά σας, όταν φεύγετε, τινάξτε τη *σκόνη κάτω απ’ τα πόδια σας, για να υπάρχει μια μαρτυρία εναντίον τους. Σας βεβαιώνω πως την *ημέρα της κρίσεως ο Θεός θα δείξει μεγαλύτερη επιείκεια για τα *Σόδομα και τα Γόμορρα, παρά για την πόλη εκείνη». 12 Οι μαθητές έφυγαν και κήρυτταν στους ανθρώπους να μετανοήσουν, 13 και θεράπευαν πολλούς δαιμονισμένους. Άλειφαν με λάδι πολλούς αρρώστους και τους γιάτρευαν.

Ο αποκεφαλισμός του Ιωάννη του Βαπτιστή
(Μτ 14,1-12· Λκ 9,7-9)

14 Ο βασιλιάς *Ηρώδης άκουσε για τον Ιησού, γιατί το όνομά του είχε γίνει γνωστό. Μερικοί έλεγαν: «Αναστήθηκε από τους νεκρούς ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, γι’ αυτό μπορεί και κάνει τέτοια θαύματα». 15 Άλλοι έλεγαν: «Είναι ο Ηλίας». Άλλοι έλεγαν: «Είναι προφήτης, σαν ένας από τους μεγάλους προφήτες». 16 Όταν τ’ άκουσε αυτά ο Ηρώδης, είπε: «Αυτός είναι ο Ιωάννης, που εγώ τον αποκεφάλισα· αναστήθηκε από τους νεκρούς». 17 Πραγματικά, ο ίδιος ο Ηρώδης είχε στείλει να συλλάβουν τον Ιωάννη και τον είχε βάλει στη φυλακή. Αυτό το έκανε εξαιτίας της *Ηρωδιάδας, που την είχε παντρευτεί, παρ’ όλο που ήταν γυναίκα του *Φίλιππου του αδερφού του. 18 Ο Ιωάννης δηλαδή έλεγε στον Ηρώδη: «Δεν σου επιτρέπεται να έχεις τη γυναίκα του αδερφού σου». 19 Η Ηρωδιάδα λοιπόν μισούσε τον Ιωάννη και ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά δεν μπορούσε, 20 γιατί ο Ηρώδης τον φοβόταν. Ήξερε πως ο Ιωάννης ήταν δίκαιος κι *άγιος άνθρωπος, και γι’ αυτό έκανε πολλά απ’ αυτά που έλεγε, και τον άκουγε ευχαρίστως. 21 Τελικά η Ηρωδιάδα βρήκε την ευκαιρία, όταν ο Ηρώδης για τα γενέθλιά του κάλεσε σε δείπνο τους πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες και τους επισήμους της Γαλιλαίας. 22 Τότε μπήκε στην αίθουσα η θυγατέρα της Ηρωδιάδας και χόρεψε. Τόσο άρεσε στον Ηρώδη και στους καλεσμένους, που ο βασιλιάς είπε στο κορίτσι: «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις, και θα σου το δώσω». 23 Της έκανε μάλιστα και όρκο: «Ο,τιδήποτε μου ζητήσεις θα σου το δώσω, μέχρι και το μισό μου βασίλειο». 24 Αυτή πήγε και ρώτησε τη μητέρα της: «Τι να ζητήσω;» Κι εκείνη της απάντησε: «Το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή». 25 Ήρθε αμέσως βιαστικά στο βασιλιά και του είπε: «Θέλω τώρα αμέσως να μου δώσεις το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή μέσα σ’ ένα πιάτο». 26 Ο βασιλιάς στενοχωρήθηκε· εξαιτίας όμως του *όρκου που είχε δώσει μπροστά στους καλεσμένους, δεν θέλησε να της το αρνηθεί. 27 Έστειλε τότε αμέσως ένα στρατιώτη της φρουράς με τη διαταγή να φέρει το κεφάλι του Ιωάννη. 28 Εκείνος πήγε και τον αποκεφάλισε στη φυλακή. Έφερε το κεφάλι του σ’ ένα πιάτο και το έδωσε στο κορίτσι, και το κορίτσι το πήγε στη μάνα της. 29 Όταν το ’μαθαν οι μαθητές του Ιωάννη, ήρθαν και πήραν το σώμα του και το έβαλαν σε μνήμα.

Ο χορτασμός των πέντε χιλιάδων
(Μτ 14,13-21· Λκ 9,10-17· Ιω 6,1-14)

30 Οι απόστολοι επέστρεψαν στον Ιησού και του διηγήθηκαν όλα όσα έκαναν κι όσα δίδαξαν. 31 Ο Ιησούς τους λέει: «Ελάτε σε μια ερημική τοποθεσία μόνοι σας, για ν’ αναπαυθείτε λίγο»· κι αυτό γιατί ήταν πολλοί αυτοί που πηγαινοέρχονταν, κι ο Ιησούς και οι μαθητές δεν είχαν χρόνο ούτε για φαγητό. 32 Έτσι έφυγαν με το πλοιάριο μακριά από τον κόσμο σ’ ένα ερημικό μέρος. 33 Πολλοί όμως τους είδαν να φεύγουν και τους αναγνώρισαν· έτσι έτρεξαν απ’ όλα τα μέρη με τα πόδια προς τα ’κει κι έφτασαν πριν απ’ αυτούς και μαζεύτηκαν γύρω από τον Ιησού. 34 Όταν εκείνος βγήκε στη στεριά, είδε πολύ κόσμο και τους σπλαχνίστηκε, γιατί ήταν σαν πρόβατα που δεν έχουν βοσκό, κι άρχισε να τους διδάσκει πολλά. 35 Αφού πέρασε πολλή ώρα, τον πλησιάζουν οι μαθητές του και του λένε: «Το μέρος εδώ είναι έρημο, κι η ώρα περασμένη. 36 Διώξε τον κόσμο να πάνε στις γύρω αγροικίες και στα χωριά, για ν’ αγοράσουν ψωμιά, γιατί δεν έχουν τι να φάνε». 37 Ο Ιησούς όμως τους αποκρίθηκε: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Του λένε τότε: «Να πάμε και ν’ αγοράσουμε ψωμί για διακόσια *δηνάρια και να τους δώσουμε να φάνε;» 38 «Πόσα ψωμιά έχετε;» τους ρωτάει εκείνος. «Πηγαίνετε να δείτε». Αφού εξακρίβωσαν, του λένε: «Πέντε, και δύο ψάρια». 39 Τους διέταξε τότε να τους βάλουν όλους να καθίσουν για φαγητό κατά ομάδες πάνω στο χλωρό χορτάρι. 40 Κάθισαν λοιπόν παρέες παρέες ανά εκατό και ανά πενήντα άτομα. 41 Πήρε ο Ιησούς τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε, έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές, για να τα μοιράσουν στον κόσμο. Επίσης μοίρασε σ’ όλους και τα δύο ψάρια. 42 Έφαγαν όλοι και χόρτασαν. 43 Μάζεψαν μάλιστα και κομμάτια απ’ τα ψωμιά και τα ψάρια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. 44 Αυτοί που έφαγαν τα ψωμιά ήταν πέντε χιλιάδες άντρες.