Δυνάμωσε την Ψυχή σου - Архимандрит (Конанос) Андреас. Страница 13
Για να μπω και πάλι σ' ένα (θέμα) που είχαμε αρχίσει κάποτε και το 'χαμε αφήσει λίγο στη μέση. Και δεν ξέρω αν είναι η μέση, ή αν είναι μόνο η αρχή. Κι αν αυτό το θέμα έχει ποτέ μέση ή (αν) έχει τέλος. Το θέμα των γονέων. Στο σπίτι τους με τα παιδιά τους. Που νομίζω είναι ένα ατέλειωτο θέμα. Ένα θέμα ζωής, που δε θα τελειώσει ποτέ, όσο είστε γονείς. Δεν υπάρχει ποτέ κάποια ομιλία, που θα γίνει στους γονείς και θα τους λύσει τα προβλήματα. Ούτε κάποιο θέμα που τα περικλείει όλα. Γιατί πάντοτε μαθαίνει κανείς μέσα στην οικογενειακή ζωή· από τότε που ξεκινάει και γνωρίζεται, σχετίζεται, αρραβωνιάζεται, παντρεύεται κάνει τα παιδιά του, μέχρι να κλείσει τα μάτια του. Και στο τέλος θα πω και κάτι άλλο… Ούτε και τότε. Συνεχίζεται και μετά. Το να 'σαι γονέας δε σταματά, όταν κλείσεις τα μάτια σου, αλλά συνεχίζεται για πάντα! Στην αιωνιότητα θα συνεχίσεις αυτό το έργο και θα βοηθάς. Τα παιδιά σου και τον κόσμο όλο· αν είσαι σωστός γονιός, θα βοηθάς! Αυτό θα το πω στο τέλος πώς γίνεται. Αν υπάρξει τέλος στο θέμα αυτό σήμερα. Αλλιώς κάποια άλλη φορά.
Θα 'θελα να παρακαλέσω και να σας πω, έτσι, πολύ φιλικά, ότι θα 'ταν πολύ ωραία στο σπίτι, οι γονείς να μη λένε συνέχεια στα παιδιά αυτή τη λέξη που λέτε πολλές φορές, τώρα με τα σχολεία, με τα διαβάσματα: «διάβασε, διάβασε»· αυτή την πίεση, αυτή την καταπίεση των πραγμάτων. Μια ένταση στο κλίμα του καλού, του σωστού. Μα λέει: «πάτερ, δεν πρέπει να διαβάσει; Δεν πρέπει να μάθει τρόπους; Δεν πρέπει να μάθει να ντύνεται στην ώρα του; Να ετοιμάζεται να πάει σχολείο του;». Για τα μικρότερα παιδιά λέμε: «Δεν πρέπει να γυρίζει σπίτι νωρίς;». Όλα αυτά τα «πρέπει», «πρέπει», «πρέπει» κρύβουνε πολύ ωραία πράγματα στην πραγματικότητα. Εννοείται, δε ζητάς τίποτε κακό. Το να διαβάσει το παιδί σου είναι κάτι πολύ ωραίο, πολύ σωστό. Το να ντύνεται ε… και να μη φεύγει έξω έτσι… χωρίς να πάρει το μπουφάν του, χωρίς να ντυθεί, όπως πρέπει και λοιπά…, χωρίς να κουμπωθεί. Τσακώνονται μερικές φορές για τέτοια πραγματάκια στο σπίτι. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν. Όντως. Αλλά ο τρόπος…, ο τρόπος που τα λέμε να 'ναι τέτοιος, που να μη νιώθουν τα παιδιά τη σχέση τους μαζί μας ως ένα μαρτύριο. Δεν είναι μαρτύριο. Η γνώση, η μελέτη, ό,τι ζητάς απ' το παιδί σου, είναι καρπός αγάπης. Να 'ναι καρπός έμπνευσης, να 'ναι καρπός ενθουσιασμού. Μπορείς, να ενθουσιάσεις το παιδί σου να διαβάσει; Μπορείς να κάνεις τα παιδί σου να αγαπήσει το διάβασμα; Να αγαπήσει την ομορφιά; Να αγαπήσει την τάξη στη ζωή του; Να αγαπήσει το νοικοκυριό; Να αγαπήσει το να είναι ένας άνθρωπος συγκροτημένος, ολοκληρωμένος, αυθεντικός; Αυτό είναι το ωραίο. Να «ζηλέψει»· δηλαδή, να έχει το ζήλο. Να θαυμάσει αυτό που κάνεις εσύ. Αυτό είναι το καταπληκτικό.
Μικρός — να πω και κάτι λίγο προσωπικό, αθέατα περάσματα είναι, περνώ λίγο στην ψυχή μου και σας λέω κάτι που θυμάμαι από παλιά — μικρός όταν ήμουνα περίπου Δευτέρα Δημοτικού, θα σας πω πώς «έκοψα» την τηλεόραση, όταν ήμουν μικρός. Τώρα μπορεί να βλέπω λίγο. Αλλά τότε θα σας πω πώς την «έκοψα». Από Δευτέρα Δημοτικού, λοιπόν, έβλεπα τηλεόραση. Πολλή τηλεόραση!.. Τότε βέβαια δεν υπήρχαν πολλά κανάλια, υπήρχε μόνο η ΕΡΤ και η ΥΕΝΕΔ. Δύο κανάλια. ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ. Οι παλιοί θα θυμούνται. Παρόλα αυτά όμως, εγώ έβλεπα πάρα πολύ. Και σε σημείο που δε χρειαζόταν ούτε καν πρόγραμμα να πάρουμε στο σπίτι· διότι ήξερα όλα τα προγράμματα απ' έξω! Δηλαδή ήξερα… τώρα αλλάζουμε, να δούμε το άλλο το έργο. Τώρα θα αλλάξουμε να δούμε το άλλο, αρχίζει το άλλο, δύο προγράμματα. Τα ήξερα απ' έξω σε σημείο πολλής μεγάλης φασαρίας πολλές φορές στο σπίτι. Σε σημείο να μην προλαβαίνω να διαβάσω· αλλά, πώς τα κατάφερνα κι ήμουνα και στο σχολείο καλός κι έβλεπα και πολλή τηλεόραση! Και αυτό μου έδινε και μια επανάπαυση. Κι έλεγα: «Εντάξει, καλά πάω. Δε χρειάζεται…». Οι γονείς μου, όμως, ήθελαν και να κοιμηθώ, ήθελαν και να σταματήσω, ήθελαν να δουν και κάτι δικό τους… Εγώ είχα το δικό μου το πρόγραμμα. Έβλεπα πάρα πολύ. Σε σημείο που πολλές φορές σηκωτό με πήγαιναν να κοιμηθώ! Δεν ξεκόλλαγα από την τηλεόραση!
Ώσπου κάποια φορά, μάλιστα, φώναξε η δασκάλα τη μητέρα μου να της πει συγχαρητήρια. Γιατί; Γιατί, λέει, ήξερα να ανεβαίνω από το δύο μέχρι το είκοσι, δύο-δύο τους αριθμούς. Δύο, τέσσερα, έξι, οκτώ, δέκα, δώδεκα και λοιπά και το 'λεγα γρήγορα. Και κατέβαινα και γρήγορα. Και λέει: «Πες της μητέρας σου, να της πω συγχαρητήρια». Κι εγώ λέω: «Ευχαρίστως να τη φωνάξω! Αλλοίμονο! Για συγχαρητήρια!». Φωνάζω τη μητέρα μου στο σχολείο για να ακούσει συγχαρητήρια από τη δασκάλα. Οπότε η δασκάλα λέει: «Συγχαρητήρια! Το παιδί σας ανέβηκε από το δύο μέχρι τα είκοσι και κατέβηκε πάλι μέχρι το δύο πάρα πολύ γρήγορα. Τ' άλλα παιδάκια», λέει, «δε μπορούσανε». Κι αρχίζει η μητέρα μου, εκεί που εγώ καυχιόμουνα και ο εγωισμός μου είχε φτάσει στο τέρμα, να λέει: «εσείς τον παινεύετε… αλλά να σας πω εγώ τι τραβάμε στο σπίτι μ' αυτόν! Τηλεόραση δε σταματάει να βλέπει απ' την ώρα που θα αρχίσει το πρόγραμμα — τότε δεν είχε το πρωί (είχε) το βράδυ, μέχρι, λέει, να τελειώσει. Ώσπου να πάει να κοιμηθεί, τηλεόραση. Ε… κι έχουμε παράπονα στο σπίτι και τσακωνόμαστε και με τον άντρα μου για το παιδί, που δεν κάνει τίποτε άλλο παρά μόνο τηλεόραση βλέπει»! Και γυρίζει η δασκάλα αυτή — ας είναι καλά, της το 'χω συγχωρέσει — και μου δίνει ένα χαστούκι!! Άστραψε το μάγουλό μου μπροστά στη μητέρα μου! Με χαστουκίζει! Οπότε εγώ, δεν ήξερα τι να κάνω. Εκεί που ήμουνα πανευτυχής και χαρούμενος απ' τα εγκώμια και την υπερηφάνειά μου, ξαφνικά τα χείλη μου άρχισαν να τρέμουν κι ήμουνα μεταξύ να κλάψω… και η ντροπή μου ήταν απίστευτη! Κοκκίνισα, ντράπηκα, ο εγωισμός μου γύρισε απ' την άλλη πλευρά πλέον, το πείσμα μου… Ρεζιλεύτηκα! Μου κακοφάνηκε τόσο πολύ. Κι όταν φύγαμε με κράταγε η μητέρα μου απ' το χέρι — επειδή ήμουνα Δημοτικό- και της το 'σφιγγα! «Άμα σε ξαναφέρω εγώ σχολείο, θα σου πω εγώ. Εγώ σ' έφερα για να ακούσεις επαίνους, κι εσύ μ' έκανες ρεζίλι. Ήταν ανάγκη να τα πεις όλα αυτά στη δασκάλα;». Όλα αυτά 'γίναν στο Δημοτικό.
Ώσπου, πήγα στο Γυμνάσιο. Πρώτη Γυμνασίου, με εντυπωσίασε που σε κάθε μάθημα είχαμε άλλο καθηγητή. Αυτό μου έκανε πολλή εντύπωση. Αυτή η ποικιλία. Λέγαμε Τετάρτη Δημοτικού είχαμε τον κύριο τάδε· Πέμπτη Δημοτικού είχαμε όλη τη χρονιά την κυρία τάδε. Έκτη Δημοτικού.. Γυμνάσιο έβλεπα άλλο φιλόλογο, άλλο μαθηματικό, άλλο φυσικό, γυμναστής, θεολόγος, τι ωραίο πράγμα! Ποικιλία. Βλέπουμε ανθρώπους, γνωρίζουμε χαρακτήρες! Αυτό μου άρεσε. Ανέβαζε έτσι το ηθικό μου και το ενδιαφέρον μου. Πολύ μου άρεσε αυτή η κατάσταση. Και μου άρεσε ότι ο μαθηματικός που είχαμε μας εξήγησε τα πρόσημα, το συν και το πλην, μ' ένα τρόπο πάρα πολύ ελκυστικό. Πάρα πολύ εντυπωσιακό. Μ' άγγιξε πάρα πολύ. Χάρηκα πάρα πολύ. Πάω σπίτι, αλλά το πρόγραμμα της τηλεόρασης άρχιζε. Ήμουνα απογευματινός. Τελείωσε η ώρα, τελείωσε εφτά το σχολείο το απόγευμα και πήγα σπίτι. Πάω, λοιπόν, σπίτι κι απ' τη χαρά που είχα, διότι κάναμε Μαθηματικά τις τελευταίες ώρες λέω: «Θα κάτσω τώρα που 'ναι βραδάκι, να λύσω τις ασκήσεις των μαθηματικών, γιατί τις έχω πολύ νωπές. Φρέσκες στο μυαλό μου απ' το μαθηματικό». Ήμουνα πάρα πολύ χαρούμενος, που τις είχα καταλάβει στο σχολείο. Ενθουσιάστηκα με το μάθημα, αλλά κοίταζα και το ρολόι, γιατί στις οκτώ άρχιζε ένα έργο, το οποίο το παρακολουθούσα. Και λέω: «Γρήγορα τις ασκήσεις, να δούμε το έργο». Οπότε άρχισα να λύνω τις ασκήσεις. Βυθίστηκα μέσα εκεί, ξεχάστηκα… Αγαπούσα αυτό που έκανα, δεν καταλάβαινα τι γινότανε και ξαφνικά γυρίζω πίσω να δω την επαλήθευση του βιβλίου. Λύνω την άσκηση, κοιτάω πίσω… Σωστή η άσκηση!!! Πω πω!!! Είχα άλλες τρεις ασκήσεις. Λοιπόν, τι ώρα είναι; Παρά πέντε. Θα προλάβω· λοιπόν, αρχίζει και το έργο. Και το έργο δε μου 'φευγε απ' το μυαλό. Λοιπόν, να λύσω λίγο ακόμα την άσκηση… Λύνω και την επόμενη άσκηση, κοιτάω την επαλήθευση… Κι αυτή σωστά!!! Πω πω λέω: «Τι ωραία που είναι τα Μαθηματικά!!!». Τ' αγάπησα. Αρχίζει το έργο! Ακούω μέσα στο σαλόνι που ήτανε οι γονείς μου, το μουσικό σήμα. Το σήμα του έργου. Άρχιζε το έργο. Ακόυσα το έργο ότι άρχιζε! Ήταν ένα έργο, θυμάμαι και τον τίτλο… «Ο δρόμος» λεγόταν. Ήταν μια καθημερινή, μια γειτονιά, που 'χε διάφορα σκηνικά… Αθώο έργο. Δηλαδή σε σχέση με τα σημερινά έργα ήτανε πάρα πολύ αθώο. Τίποτα το κακό, τίποτα το πονηρό, τίποτα… Πολύ ανθρώπινο. Καθημερινό. Αρχίζει, λοιπόν, το έργο. Λέω: «Τώρα· τώρα· τώρα θα λύσω κι αυτή την άσκηση κι αμέσως πάω. Αμέσως πάω». Έτοιμος κάθισα στην άκρη της καρέκλας, έτοιμος να φύγω. Αλλά τι έγινε και βυθίστηκα στις ασκήσεις· μαγεύτηκα· κοιτάω λίγο το παρακάτω, την παρακάτω άσκηση, τη λύνω κι αυτή· κοιτάω το επόμενο κεφάλαιο, μπας και το καταλάβω μόνος μου… Το κατάλαβα· και μετά, χωρίς να καταλάβω πώς έγινε αυτό, ακούω το σήμα του έργου. Τι ακούω; Ήταν το έργο που τελείωσε. Τελείωσε το έργο!Είχε πάει η ώρα εννιά παρά, (η ώρα) Που τελείωνε αυτό το έργο. Οπότε, ακούω πάλι το σήμα που τελείωσε το έργο και λέω: «Ωχ, τελείωσε το έργο και δεν είδα τίποτα! Τώρα τι θα γίνει;». Κι αυτομάτως μέσα μου· αυτό ήταν μάλλον ένα θαύμα — βγήκε αυτή η απάντηση. «Δεν πειράζει… Δεν ήταν καλύτερο αυτό που έκανες; Δεν ήταν πολύ ωραία που έλυσες τα Μαθηματικά και χάρηκες μ' αυτό που έκανες;! Το έκανες από αγάπη. Από μεράκι. Δεν θέλω να ξαναδώ το έργο! Θα κάνω ασκήσεις. Θα διαβάζω βιβλία». Αυτό μάλλον ήταν απ' το Θεό. Και από τότε — αλήθεια σας λέω — επειδή ερωτεύτηκα σχεδόν αυτό που έκανα, το διάβασμα αυτό, δεν ξαναείδα τηλεόραση για όλα μου τα χρόνια τα γυμνασιακά, του λυκείου, τα φοιτητικά, τα πανεπιστημιακά όλα, όλα, όλα. Και πάρα πολύ αργά, μετά τα τριάντα τόσα, έβλεπα πάλι επιλεκτικά λίγα πράγματα. Για να 'χω μια μικρή επαφή με τον κόσμο και την πραγματικότητα της ζωής και το σχολείο. Κι αυτό δεν είναι απόλυτο. Και δε χρειάζεται να το κάνει κανείς κι αυτό.