Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен. Страница 16
14 «Γιατί θα συμβεί όπως ακριβώς σ’ έναν άνθρωπο που αποδημούσε και κάλεσε τους δικούς του δούλους και τους παράδωσε τα υπάρχοντά του. 15 Και στον έναν έδωσε πέντε τάλαντα και στον άλλο δύο και στον άλλο ένα, σε καθέναν κατά τη δική του ικανότητα, και μετά αποδήμησε. Αμέσως 16 πήγε αυτός που έλαβε τα πέντε τάλαντα, εργάστηκε με αυτά και κέρδισε άλλα πέντε. 17 Ομοίως αυτός που έλαβε τα δύο κέρδισε άλλα δύο. 18 Αλλά εκείνος που έλαβε το ένα, πήγε, έσκαψε στη γη και έκρυψε το χρήμα του κυρίου του. 19 Μετά λοιπόν από πολύ χρόνο, έρχεται ο κύριος εκείνων των δούλων και κάνει λογαριασμό μαζί τους. 20 Τότε πλησίασε αυτός που έλαβε τα πέντε τάλαντα και πρόσφερε άλλα πέντε τάλαντα, λέγοντας: “Κύριε, πέντε τάλαντα μου παράδωσες. Δες, άλλα πέντε τάλαντα κέρδισα”. 21 Του είπε ο Κύριός του: “Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ· σε λίγα ήσουν πιστός, πάνω σε πολλά θα σε καταστήσω. Είσελθε στη χαρά του Κυρίου σου”. 22 Πλησίασε τότε και αυτός που έλαβε τα δύο τάλαντα και είπε: “Κύριε, δύο τάλαντα μου παράδωσες. Δες, άλλα δύο τάλαντα κέρδισα”. 23 Του είπε ο κύριός του: “Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ· σε λίγα ήσουν πιστός, πάνω σε πολλά θα σε καταστήσω. Είσελθε στη χαρά του Κυρίου σου”. 24 Πλησίασε τότε κι εκείνος που είχε λάβει το ένα τάλαντο και είπε: “Κύριε, σε γνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, που θερίζεις όπου δεν έσπειρες και συνάζεις απ’ όπου δε σκόρπισες. 25 Και επειδή φοβήθηκα, πήγα και έκρυψα το τάλαντό σου στη γη. Δες, έχεις το δικό σου”. 26 Αποκρίθηκε τότε ο κύριός του και του είπε: “Πονηρέ δούλε και οκνηρέ, ήξερες ότι θερίζω όπου δεν έσπειρα και συνάζω απ’ όπου δε σκόρπισα; 27 Έπρεπε λοιπόν να βάλεις τα χρήματά μου στους τραπεζίτες και, όταν θα ερχόμουν, εγώ θα έπαιρνα το δικό μου χρήμα μαζί με τόκο. 28 Πάρτε λοιπόν από αυτόν το τάλαντο και δώστε το σ’ εκείνον που έχει τα δέκα τάλαντα. 29 Γιατί σε καθέναν που έχει θα του δοθεί και θα του περισσέψει. Αλλά σε όποιον δεν έχει, και αυτό που έχει θα αφαιρεθεί από αυτόν. 30 Και τον άχρηστο δούλο πετάξτε τον έξω στο σκότος το εξώτερο. Εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών”».
31 «Όταν λοιπόν έρθει ο Υιός του ανθρώπου μέσα στη δόξα του και όλοι οι άγγελοι μαζί του, τότε θα καθίσει πάνω στο θρόνο της δόξας του. 32 Και όλα τα έθνη θα συναχτούν μπροστά του, και θα τους ξεχωρίσει μεταξύ τους όπως ακριβώς ο ποιμένας ξεχωρίζει τα πρόβατα από τα κατσίκια. 33 Και θα στήσει αφενός τα πρόβατα από τα δεξιά του, αφετέρου τα κατσίκια από τα αριστερά του. 34 Τότε θα πει ο βασιλιάς σ’ αυτούς που είναι από τα δεξιά του: “Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε την ετοιμασμένη για σας βασιλεία από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου. 35 Γιατί πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε, 36 γυμνός και με ντύσατε, ασθένησα και με επισκεφτήκατε, ήμουν σε φυλακή και ήρθατε προς εμένα”. 37 Τότε θα του αποκριθούν οι δίκαιοι λέγοντας: “Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε, ή να διψάς και σου δώσαμε να πιεις; 38 Και πότε σε είδαμε ξένο και σε περιμαζέψαμε, ή γυμνό και σε ντύσαμε; 39 Και πότε σε είδαμε να είσαι ασθενής ή σε φυλακή και ήρθαμε προς εσένα”; 40 Και αφού αποκριθεί ο βασιλιάς, θα τους πει: “Αλήθεια σας λέω, εφόσον το κάνατε σε έναν από αυτούς τους αδελφούς μου τους ασήμαντους, σ’ εμένα το κάνατε”. 41 Τότε θα πει και σ’ αυτούς που θα είναι από τα αριστερά του: “Φύγετε από εμένα οι καταραμένοι, στη φωτιά την αιώνια, την ετοιμασμένη για το Διάβολο και τους αγγέλους του. 42 Γιατί πείνασα και δε μου δώσατε να φάω, δίψασα και δε μου δώσατε να πιω, 43 ήμουν ξένος και δε με περιμαζέψατε, γυμνός και δε με ντύσατε, ασθενής και σε φυλακή και δε μ’ επισκεφτήκατε”. 44 Τότε θα αποκριθούν και αυτοί λέγοντας: “Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς ή ξένο ή γυμνό ή ασθενή ή σε φυλακή και δε σε διακονήσαμε”; 45 Τότε θα αποκριθεί σ’ αυτούς λέγοντας: “Αλήθεια σας λέω, εφόσον δεν το κάνατε σε έναν από αυτούς τους ασήμαντους, ούτε σ’ εμένα το κάνατε”. 46 Και θα πάνε αυτοί σε κόλαση αιώνια, ενώ οι δίκαιοι σε ζωή αιώνια».
Κεφάλαιον 26
1 Και όταν τελείωσε ο Ιησούς όλα τα λόγια αυτά, είπε στους μαθητές του: 2 «Ξέρετε ότι μετά δύο ημέρες είναι το Πάσχα, και ο Υιός του ανθρώπου παραδίνεται για να σταυρωθεί». 3 Τότε συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού στην αυλή του αρχιερέα του λεγόμενου Καϊάφα 4 και έκαναν συμβούλιο, αποφασίζοντας να συλλάβουν τον Ιησού με δόλο και να τον σκοτώσουν. 5 Και έλεγαν: «Όχι κατά την εορτή, για να μη γίνει θόρυβος στο λαό».
6 Και όταν ο Ιησούς ήταν στη Βηθανία, στην οικία του Σίμωνα του λεπρού, 7 τον πλησίασε μια γυναίκα έχοντας αλαβάστρινο δοχείο με μύρο πολύτιμο και το κατάχυσε πάνω στο κεφάλι του, ενώ αυτός ξάπλωνε, για να φάει. 8 Όταν το είδαν όμως οι μαθητές, αγανάκτησαν λέγοντας: «Γιατί αυτή η σπατάλη; 9 Επειδή μπορούσε τούτο το μύρο να πουληθεί για πολλά χρήματα και να δοθούν στους φτωχούς». 10 Αλλά επειδή το κατάλαβε ο Ιησούς, τους είπε: «Τι ενοχλείτε τη γυναίκα; Διότι έκανε σ’ εμένα ένα καλό έργο. 11 Γιατί πάντοτε τους φτωχούς τους έχετε μαζί σας, εμένα όμως δε με έχετε πάντοτε. 12 Επειδή, όταν αυτή έβαλε το μύρο τούτο πάνω στο σώμα μου, το έκανε για τον ενταφιασμό μου. 13 Αλήθεια σας λέω, όπου κι αν κηρυχτεί το ευαγγέλιο αυτό, σε όλο τον κόσμο, θα διαλαληθεί στη μνήμη της και ό,τι έκανε αυτή».
14 Τότε πήγε ένας από τους δώδεκα προς τους αρχιερείς, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, 15 και είπε: «Τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ να σας τον παραδώσω;» Εκείνοι του ζύγισαν τριάντα αργύρια. 16 Και από τότε ζητούσε ευκαιρία για να τον παραδώσει.
17 Και την πρώτη ημέρα της εορτής των Αζύμων πλησίασαν οι μαθητές τον Ιησού, λέγοντας: «Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το Πάσχα;» 18 Εκείνος είπε: «Πηγαίνετε στην πόλη προς τον δείνα και πείτε του: “Ο δάσκαλος λέει: ‘Ο καιρός μου είναι κοντά· σ’ εσένα θα κάνω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου’”». 19 Και έκαναν οι μαθητές όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς και ετοίμασαν το Πάσχα. 20 Και όταν βράδιασε, ξάπλωνε, για να φάει μαζί με τους δώδεκα. 21 Και ενώ αυτοί έτρωγαν, είπε: «Αλήθεια σας λέω ότι ένας από εσάς θα με προδώσει». 22 Τότε λυπήθηκαν πάρα πολύ και άρχισαν να του λένε καθένας ξεχωριστά: «Μήπως εγώ είμαι, Κύριε;» 23 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Αυτός που βούτηξε μαζί μου το χέρι στο βαθύ πιάτο, αυτός θα με προδώσει. 24 Ο Υιός του ανθρώπου, βέβαια, πηγαίνει καθώς είναι γραμμένο γι’ αυτόν, αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνο μέσω του οποίου ο Υιός του ανθρώπου προδίνεται. Θα ήταν καλό γι’ αυτόν αν ο εκείνος άνθρωπος δεν είχε γεννηθεί». 25 Έλαβε τότε το λόγο ο Ιούδας, που τον πρόδωσε, και είπε: «Μήπως εγώ είμαι, ραβί;» Του λέει: «Εσύ το είπες».