Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен. Страница 67
Κεφάλαιον 5
1 Κάποιος άντρας, όμως, με το όνομα Ανανίας, μαζί με τη Σαπφείρα τη γυναίκα του πούλησε ένα κτήμα 2 και παρακράτησε χρήματα από την τιμή, ενώ μαζί του το γνώριζε και η γυναίκα του και, αφού έφερε ένα μέρος των χρημάτων, το έθεσε δίπλα στα πόδια των αποστόλων. 3 Είπε τότε ο Πέτρος: «Ανανία, γιατί γέμισε ο Σατανάς την καρδιά σου, ώστε να πεις ψέματα στο Πνεύμα το Άγιο και να παρακρατήσεις μέρος από την τιμή του χωραφιού; 4 Ενώ έμενε απούλητο, δεν έμενε σ’ εσένα, και όταν πουλήθηκε, δεν ήταν στη δική σου εξουσία; Γιατί έβαλες στην καρδιά σου το πράγμα αυτό; Δεν είπες ψέματα σε ανθρώπους, αλλά στο Θεό!» 5 Ακούγοντας λοιπόν ο Ανανίας τους λόγους αυτούς, έπεσε και ξεψύχησε, και έγινε φόβος μεγάλος σε όλους όσοι άκουγαν. 6 Σηκώθηκαν τότε οι νεότεροι και τον συμμάζεψαν σ’ ένα σεντόνι και, αφού τον έφεραν έξω, τον έθαψαν. 7 Πέρασε, λοιπόν, ένα διάστημα περίπου τριών ωρών και εισήλθε η γυναίκα του, μη γνωρίζοντας το γεγονός. 8 Απεύθυνε τότε προς αυτήν το λόγο ο Πέτρος: «Πες μου, αν για τόσο αποδώσατε το χωράφι;» Εκείνη είπε: «Ναι, για τόσο». 9 Τότε ο Πέτρος είπε προς αυτή: «Γιατί συμφωνήθηκε από εσάς να πειράξετε το Πνεύμα του Κυρίου; Ιδού, τα πόδια αυτών που έθαψαν τον άντρα σου είναι μπροστά στη θύρα και θα σε φέρουν έξω». 10 Έπεσε τότε αμέσως μπροστά στα πόδια του και ξεψύχησε. Εισήλθαν λοιπόν οι νεαροί και τη βρήκαν νεκρή και, αφού την έφεραν έξω, την έθαψαν κοντά στον άντρα της. 11 Και έγινε φόβος μεγάλος σε όλη την εκκλησία και σε όλους όσοι άκουγαν αυτά.
12 Και με τα χέρια των αποστόλων γίνονταν σημεία και τέρατα πολλά μέσα στο λαό. Και ήταν όλοι ομόψυχα στη στοά του Σολομώντα, 13 ενώ από τους υπόλοιπους κανείς δεν τολμούσε να προσκολλάται σ’ αυτούς, αλλά όμως τους μεγάλυνε ο λαός. 14 Και περισσότερα πλήθη αντρών και γυναικών, πιστεύοντας, προσθέτονταν στον Κύριο, 15 ώστε και στις πλατείες να φέρνουν έξω τους ασθενείς και να τους θέτουν πάνω σε φορεία και σε κρεβάτια, ώστε, ερχόμενος ο Πέτρος, έστω και η σκιά του να επισκιάσει κάποιον από αυτούς. 16 Συναθροιζόταν, μάλιστα, και το πλήθος των πόλεων που ήταν γύρω από την Ιερουσαλήμ, φέρνοντας ασθενείς και όσους ενοχλούνταν από πνεύματα ακάθαρτα, οι οποίοι θεραπεύονταν όλοι.
17 Σηκώθηκε τότε ο αρχιερέας και όλοι όσοι ήταν μαζί του, που είναι η αίρεση των Σαδδουκαίων, γέμισαν από ζήλια 18 και έβαλαν τα χέρια πάνω στους αποστόλους και τους έθεσαν σε επιτήρηση στη φυλακή δημοσίως. 19 Άγγελος όμως Κυρίου κατά τη διάρκεια της νύχτας άνοιξε τις θύρες της φυλακής, τους έβγαλε έξω και είπε: 20 «Πηγαίνετε και, αφού σταθείτε, μιλάτε μέσα στο ναό στο λαό όλα τα λόγια της ζωής αυτής». 21 Όταν το άκουσαν, λοιπόν, εισήλθαν περίπου κατά τον όρθρο στο ναό και δίδασκαν. Παρουσιάστηκε τότε ο αρχιερέας και όσοι ήταν μαζί του και συγκάλεσαν το συνέδριο και όλη τη γερουσία των γιων του Ισραήλ και απέστειλαν στη φυλακή για να τους φέρουν. 22 Οι υπηρέτες που ήρθαν, όμως, δεν τους βρήκαν στη φυλακή. Επέστρεψαν τότε και ανάγγειλαν, 23 λέγοντας: «Τη φυλακή τη βρήκαμε κλεισμένη με κάθε ασφάλεια και τους φύλακες να έχουν σταθεί μπροστά στις θύρες. Όταν ανοίξαμε, όμως, κανέναν δε βρήκαμε μέσα». 24 Μόλις λοιπόν άκουσαν τους λόγους αυτούς ο στρατηγός του ναού και οι αρχιερείς, απορούσαν με αμηχανία γι’ αυτούς, και σκέφτονταν τι μπορούσε να ήταν αυτό. 25 Παρουσιάστηκε τότε κάποιος και τους ανάγγειλε: «Ιδού, οι άντρες που θέσατε στη φυλακή, έχουν σταθεί στο ναό και διδάσκουν το λαό». 26 Τότε πήγε ο στρατηγός μαζί με τους υπηρέτες και τους οδήγησε όχι με βία, γιατί φοβούνταν το λαό, να μη λιθοβολιστούν. 27 Τους οδήγησαν τότε και τους έστησαν μέσα στο συνέδριο. Και τους ρώτησε ο αρχιερέας: 28 «Δε σας δώσαμε αυστηρή διαταγή να μη διδάσκετε στο όνομα αυτό; Και ιδού, έχετε γεμίσει την Ιερουσαλήμ από τη διδαχή σας και θέλετε να φέρετε πάνω μας το αίμα του ανθρώπου αυτού». 29 Αποκρίθηκε τότε ο Πέτρος και οι απόστολοι και είπαν: «Πρέπει να πειθαρχεί κανείς στο Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους. 30 Ο Θεός των πατέρων μας έγειρε τον Ιησού, τον οποίο εσείς πιάσατε και σκοτώσατε, αφού τον κρεμάσατε πάνω σε ξύλο. 31 Αυτόν ο Θεός ύψωσε αρχηγό και σωτήρα με το δεξί του χέρι, για να δώσει μετάνοια στο λαό Ισραήλ και άφεση αμαρτιών. 32 Και εμείς είμαστε μάρτυρες των λόγων τούτων και το Πνεύμα το Άγιο που έδωσε ο Θεός σ’ εκείνους που πειθαρχούν σ’ αυτόν». 33 Εκείνοι, όταν άκουσαν, κατακόβονταν από αγανάκτηση μέσα τους και ήθελαν να τους σκοτώσουν. 34 Σηκώθηκε τότε κάποιος Φαρισαίος στο συνέδριο με το όνομα Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος που τον τιμούσε όλος ο λαός, και διέταξε να βγάλουν έξω για λίγο τους ανθρώπους, 35 και είπε προς αυτούς: «Άντρες Ισραηλίτες, προσέχετε τους εαυτούς σας σχετικά με τους ανθρώπους αυτούς, τι μέλλετε να πράττετε. 36 Γιατί πριν από αυτές τις ημέρες σηκώθηκε ο Θευδάς λέγοντας πως ο εαυτός του είναι κάποιος, στον οποίο προσκολλήθηκε ένας αριθμός αντρών περίπου τετρακοσίων. Αυτός σκοτώθηκε, και όλοι όσοι πείθονταν σ’ αυτόν διαλύθηκαν και έγιναν τίποτα. 37 Μετά από αυτόν σηκώθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος κατά τις ημέρες της απογραφής και έσυρε λαό πίσω του σε αποστασία. Κι εκείνος χάθηκε και όλοι όσοι πείθονταν σ’ αυτόν διασκορπίστηκαν. 38 Και τώρα σας λέω, σταθείτε μακριά από τους ανθρώπους αυτούς και αφήστε τους. Γιατί αν είναι από τους ανθρώπους η βουλή αυτή ή το έργο αυτό, θα καταλυθεί. 39 Αν όμως είναι από το Θεό, δε θα δυνηθείτε να τους καταλύσετε, και προσέχετε μην τυχόν και θεομάχοι βρεθείτε». Πείστηκαν τότε από αυτόν 40 και, αφού προσκάλεσαν τους αποστόλους, τους έδειραν και τους παράγγειλαν να μη μιλούν στο όνομα του Ιησού, και τους απόλυσαν. 41 Εκείνοι, λοιπόν, πορεύονταν μακριά από την παρουσία του συνεδρίου, χαίροντας, γιατί καταξιώθηκαν υπέρ του Ονόματος να ατιμαστούν. 42 Και κάθε ημέρα μέσα στο ναό και κατ’ οίκο δεν έπαυαν να διδάσκουν και να ευαγγελίζονται το Χριστό Ιησού.
Κεφάλαιον 6
1 Και κατά τις ημέρες αυτές, ενώ πλήθαιναν οι μαθητές, έγινε γογγυσμός των Ελληνιστών κατά των Εβραίων, γιατί παραβλέπονταν στη διακονία την καθημερινή οι χήρες τους. 2 Αφού προσκάλεσαν, λοιπόν, οι δώδεκα το πλήθος των μαθητών, είπαν: «Δεν είναι αρεστό εμείς να εγκαταλείψουμε το λόγο του Θεού και να διακονούμε σε τραπέζια. 3 Σκεφτείτε, λοιπόν, αδελφοί, εφτά άντρες από εσάς με καλή μαρτυρία, πλήρεις Πνεύματος και σοφίας, τους οποίους θα καταστήσουμε για την ανάγκη αυτή, 4 ενώ εμείς θα επιμένουμε καρτερικά στην προσευχή και στη διακονία του λόγου». 5 Και άρεσε ο λόγος μπροστά σε όλο το πλήθος, και εξέλεξαν το Στέφανο, άντρα πλήρη από πίστη και Πνεύμα Άγιο, και το Φίλιππο και τον Πρόχορο και το Νικάνορα και τον Τίμωνα και τον Παρμενά και το Νικόλαο, προσήλυτο Αντιοχέα, 6 τους οποίους έστησαν μπροστά στους αποστόλους και, αφού προσευχήθηκαν, επέθεσαν σ’ αυτούς τα χέρια. 7 Και ο λόγος του Θεού αύξανε, και πλήθαινε ο αριθμός των μαθητών στην Ιερουσαλήμ πάρα πολύ, και πολύ πλήθος των ιερέων υπάκουε στην πίστη.
8 Ο Στέφανος, τότε, πλήρης από χάρη και δύναμη έκανε τέρατα και σημεία μεγάλα μέσα στο λαό. 9 Σηκώθηκαν όμως μερικοί που ήταν από τη συναγωγή τη λεγόμενη των Λιβερτίνων και των Κυρηναίων και των Αλεξανδρέων και αυτών που ήταν από την Κιλικία και την επαρχία της Ασίας, και συζητούσαν με το Στέφανο, 10 αλλά δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο πνεύμα με το οποίο μιλούσε. 11 Τότε υποκίνησαν άντρες που έλεγαν: «Τον έχουμε ακούσει να μιλά λόγια βλάστημα ενάντια στο Μωυσή και στο Θεό». 12 Και κίνησαν μαζί τους σε εξέγερση το λαό και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και, αφού ήρθαν ξαφνικά, τον άρπαξαν μαζί τους και τον οδήγησαν στο συνέδριο. 13 Και έστησαν ψευδομάρτυρες που έλεγαν: «Ο άνθρωπος αυτός δεν παύει να λαλεί λόγια κατά του τόπου αυτού του άγιου και του νόμου. 14 Γιατί τον έχουμε ακούσει να λέει ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, αυτός θα καταλύσει τον τόπο τούτο και θα αλλάξει τα έθιμα που μας παράδωσε ο Μωυσής». 15 Και όταν ατένισαν σ’ αυτόν όλοι όσοι κάθονταν στο συνέδριο, είδαν το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου.