Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен. Страница 69
54 Ακούγοντας λοιπόν αυτά κατακόβονταν στις καρδιές τους από αγανάκτηση και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του. 55 Αλλά αυτός, όντας πλήρης Πνεύματος Αγίου, ατένισε στον ουρανό και είδε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να έχει σταθεί από τα δεξιά του Θεού 56 και είπε: «Ιδού, βλέπω τους ουρανούς διανοιγμένους και τον Υιό του ανθρώπου να έχει σταθεί από τα δεξιά του Θεού». 57 Εκείνοι τότε έκραξαν με φωνή μεγάλη, βούλωσαν τα αυτιά τους και όρμησαν ομόψυχα εναντίον του 58 και, αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλη, τον λιθοβολούσαν. Και οι μάρτυρες απόθεσαν τα ρούχα τους δίπλα στα πόδια ενός νεαρού που τον καλούσαν Σαύλο, 59 και λιθοβολούσαν το Στέφανο που επικαλούνταν και έλεγε: «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου». 60 Και αφού έπεσε στα γόνατα, φώναξε με φωνή μεγάλη: «Κύριε, μην καταλογίσεις σ’ αυτούς αυτήν την αμαρτία». Και αφού είπε αυτό, κοιμήθηκε.
Κεφάλαιον 8
1 Και ο Σαύλος ευαρεστούνταν συμφωνώντας στη θανάτωσή του.
Εκείνη την ημέρα έγινε τότε μεγάλος διωγμός ενάντια στην εκκλησία που ήταν στα Ιεροσόλυμα, και όλοι διασπάρθηκαν στην ύπαιθρο της Ιουδαίας και της Σαμάρειας εκτός από τους αποστόλους. 2 Όμως μετέφεραν και έθαψαν το Στέφανο άντρες ευλαβείς, και έκαναν θρήνο μεγάλο γι’ αυτόν. 3 Ενώ ο Σαύλος προξενούσε φθορά στην εκκλησία μπαίνοντας από οίκο σε οίκο, σέρνοντας άντρες και γυναίκες και τους παράδινε στη φυλακή.
4 Αυτοί λοιπόν που διασπάρθηκαν πέρασαν τη χώρα ευαγγελιζόμενοι το λόγο του Θεού. 5 Και ο Φίλιππος κατέβηκε στην πόλη της Σαμάρειας και κήρυττε σ’ αυτούς το Χριστό. 6 Πρόσεχαν ομόψυχα τότε τα πλήθη σ’ αυτά που λέγονταν από το Φίλιππο, καθώς αυτοί άκουγαν και έβλεπαν τα θαυματουργικά σημεία που έκανε. 7 Γιατί ήταν πολλοί από αυτούς που είχαν πνεύματα ακάθαρτα που φώναζαν με φωνή μεγάλη και εξέρχονταν, ενώ πολλοί παράλυτοι και χωλοί θεραπεύτηκαν. 8 Και έγινε πολλή χαρά στην πόλη εκείνη. 9 Κάποιος άντρας, λοιπόν, με το όνομα Σίμωνας προϋπήρχε μέσα στην πόλη, μαγεύοντας και αφήνοντας εκστατικό το έθνος της Σαμάρειας, λέγοντας πως ο εαυτός του είναι κάποιος μεγάλος. 10 Σ’ αυτόν πρόσεχαν όλοι, από τον μικρό ως τον μεγάλο, λέγοντας: «Αυτός είναι η δύναμη του Θεού, που καλείται “Μεγάλη”». 11 Πρόσεχαν λοιπόν σ’ αυτόν, γιατί από αρκετό χρόνο με τις μαγείες τούς είχε αφήσει εκστατικούς. 12 Όταν όμως πίστεψαν στο Φίλιππο που ευαγγέλιζε για τη βασιλεία του Θεού και για το όνομα του Ιησού Χριστού, βαφτίζονταν άντρες και γυναίκες. 13 Ο Σίμωνας, λοιπόν, και αυτός πίστεψε και, αφού βαφτίστηκε, ήταν προσκολλημένος στο Φίλιππο και, βλέποντας τα θαυματουργικά σημεία και τις δυνάμεις τις μεγάλες που γίνονταν, έμενε εκστατικός. 14 Όταν άκουσαν τότε οι απόστολοι στα Ιεροσόλυμα ότι η Σαμάρεια έχει δεχτεί το λόγο του Θεού, απέστειλαν προς αυτούς τον Πέτρο και τον Ιωάννη, 15 οι οποίοι κατέβηκαν και προσευχήθηκαν γι’ αυτούς, για να λάβουν Πνεύμα Άγιο. 16 Γιατί ακόμα δεν είχε πέσει πάνω σε κανέναν από αυτούς, αλλά μόνο ήταν βαφτισμένοι στο όνομα του Κυρίου Ιησού. 17 Τότε έθεταν τα χέρια πάνω τους και λάβαιναν Πνεύμα Άγιο. 18 Όταν είδε τότε ο Σίμωνας ότι με την επίθεση των χεριών των αποστόλων δίνεται το Πνεύμα, τους πρόσφερε χρήματα, 19 λέγοντας: «Δώστε και σ’ εμένα την εξουσία αυτή, ώστε σ’ όποιον επιθέσω τα χέρια να λαβαίνει Πνεύμα Άγιο». 20 Ο Πέτρος όμως είπε προς αυτόν: «Το ασήμι σου ας είναι για απώλεια μαζί μ’ εσένα, επειδή νόμισες ότι η δωρεά του Θεού αποκτάται με χρήματα. 21 Δεν υπάρχει σ’ εσένα μερίδα ούτε κλήρος στην υπόθεση αυτού του λόγου, γιατί η καρδιά σου δεν είναι ευθεία απέναντι στο Θεό. 22 Μετανόησε λοιπόν από την κακία σου αυτήν και δεήσου στον Κύριο, μήπως σου αφεθεί αυτή η σκέψη της καρδιάς σου· 23 γιατί σε βλέπω να είσαι βυθισμένος σε πικρή χολή και δεμένος με δεσμά αδικίας». 24 Αποκρίθηκε τότε ο Σίμωνας και είπε: «Δεηθείτε εσείς για μένα προς τον Κύριο, για να μην έρθει πάνω μου τίποτα απ’ όσα έχετε πει». 25 Αυτοί, λοιπόν, αφού έδωσαν επίσημη μαρτυρία και μίλησαν το λόγο του Κυρίου, επέστρεφαν στα Ιεροσόλυμα και ευαγγέλιζαν πολλά χωριά των Σαμαρειτών.
26 Άγγελος Κυρίου τότε λάλησε προς το Φίλιππο λέγοντας: «Σήκω και πήγαινε κατά το νότο, στην οδό που κατεβαίνει από την Ιερουσαλήμ στη Γάζα· αυτή είναι έρημη». 27 Και αφού σηκώθηκε, πήγε. Και ιδού ένας άντρας Αιθίοπας, ευνούχος, ανώτατος αξιωματούχος της Κανδάκης, βασίλισσας των Αιθιόπων, ο οποίος ήταν υπεύθυνος πάνω σε όλο το θησαυροφυλάκιό της. Αυτός είχε έρθει να προσκυνήσει στην Ιερουσαλήμ, 28 και επέστρεφε και καθόταν πάνω στο άρμα του και διάβαζε τον προφήτη Ησαΐα. 29 Είπε λοιπόν το Πνεύμα στο Φίλιππο: «Πλησίασε και προσκολλήσου στο άρμα τούτο». 30 Προσέτρεξε τότε ο Φίλιππος και τον άκουσε να διαβάζει τον προφήτη Ησαΐα και του είπε: «Άραγε καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις;» 31 Εκείνος είπε: «Όχι. Γιατί πώς θα μπορούσα αν κάποιος δε με οδηγήσει;» Και παρακάλεσε το Φίλιππο να ανεβεί και να καθίσει μαζί του. 32 Η περικοπή λοιπόν της Γραφής που διάβαζε ήταν αυτή: Σαν πρόβατο στη σφαγή οδηγήθηκε και σαν αμνός απέναντι σ’ αυτόν που τον κουρεύει άφωνος, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του. 33 Μέσα στην ταπείνωσή του αφαιρέθηκε η κατάκρισή του. Τη γενιά του ποιος θα διηγηθεί; Επειδή αφαιρείται από τη γη η ζωή του. 34 Αποκρίθηκε τότε ο ευνούχος στο Φίλιππο και του είπε: «Σε παρακαλώ, πες μου, για ποιον ο προφήτης λέει αυτό; Για τον εαυτό του ή για κάποιον άλλο;» 35 Άνοιξε τότε ο Φίλιππος το στόμα του και, αφού άρχισε από τη γραφή αυτή, του κήρυξε το ευαγγέλιο για τον Ιησού. 36 Καθώς λοιπόν προχωρούσαν στο δρόμο, ήρθαν σε κάποιο μέρος με νερό, και λέει ο ευνούχος: «Ιδού νερό, τι με εμποδίζει να βαφτιστώ;» 37 [Είπε τότε ο Φίλιππος: «Αν πιστεύεις με όλη την καρδιά, επιτρέπεται». Αποκρίθηκε λοιπόν και είπε: «Πιστεύω πως ο Υιός του Θεού είναι ο Ιησούς Χριστός».] 38 Και διέταξε να σταθεί το άρμα και κατέβηκαν και οι δύο στο νερό, ο Φίλιππος και ο ευνούχος, και τον βάφτισε. 39 Όταν λοιπόν ανέβηκαν από το νερό, Πνεύμα Κυρίου άρπαξε το Φίλιππο και δεν τον είδε πια ο ευνούχος, γιατί προχωρούσε στο δρόμο του χαίροντας. 40 Και ο Φίλιππος βρέθηκε στην Άζωτο· και περνώντας ευαγγέλιζε όλες τις πόλεις, ωσότου ήρθε στην Καισάρεια.
Κεφάλαιον 9
1 Ο Σαύλος, λοιπόν, πνέοντας ακόμα μέσα του απειλή και φόνο για τους μαθητές του Κυρίου, προσήλθε στον αρχιερέα 2 και ζήτησε από αυτόν επιστολές για τη Δαμασκό προς τις συναγωγές, ώστε, αν βρει κάποιους που ήταν της Οδού, άντρες και γυναίκες, να τους οδηγήσει δεμένους στην Ιερουσαλήμ. 3 Ενώ λοιπόν πορευόταν, πλησίαζε τη Δαμασκό και ξαφνικά άστραψε γύρω του φως από τον ουρανό 4 και, αφού έπεσε στη γη, άκουσε φωνή να του λέει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με καταδιώκεις;» 5 Αυτός είπε τότε: «Ποιος είσαι, Κύριε;» Εκείνος απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς που εσύ καταδιώκεις. 6 Αλλά σήκω και είσελθε στην πόλη και θα σου ειπωθεί ό,τι πρέπει να κάνεις». 7 Και οι άντρες που τον συνόδευαν είχαν σταθεί άφωνοι, επειδή αφενός άκουγαν τη φωνή, αφετέρου δεν έβλεπαν κανέναν. 8 Σηκώθηκε τότε ο Σαύλος από τη γη, και ενώ ήταν ανοιγμένα τα μάτια του, δεν έβλεπε τίποτα· χειραγωγώντας λοιπόν αυτόν, τον εισήγαγαν στη Δαμασκό. 9 Και ήταν τρεις ημέρες που δεν έβλεπε, και δεν έφαγε ούτε ήπιε. 10 Ήταν τότε κάποιος μαθητής στη Δαμασκό με το όνομα Ανανίας, και ο Κύριος είπε προς αυτόν σε όραμα: «Ανανία». Εκείνος είπε: «Ιδού εγώ, Κύριε». 11 Και ο Κύριος είπε προς αυτόν: «Σήκω και πήγαινε στη στενή οδό που καλείται “Ευθεία” και ζήτησε στην οικία του Ιούδα έναν Ταρσέα με το όνομα Σαύλος. Γιατί ιδού, προσεύχεται 12 και είδε έναν άντρα σε όραμα, με το όνομα Ανανίας, που εισήλθε και επέθεσε σ’ αυτόν τα χέρια, για να ξαναδεί». 13 Αποκρίθηκε τότε ο Ανανίας: «Κύριε, άκουσα από πολλούς για τον άντρα αυτόν, πόσα κακά έκανε στους αγίους σου στην Ιερουσαλήμ. 14 Και εδώ έχει εξουσία από τους αρχιερείς να δέσει όλους όσοι επικαλούνται το όνομά σου». 15 Είπε όμως προς αυτόν ο Κύριος: «Πήγαινε, γιατί σκεύος εκλογής είναι αυτός για μένα, για να βαστάξει το όνομά μου μπροστά σε έθνη και σε βασιλιάδες και στους γιους Ισραήλ. 16 Γιατί εγώ θα του υποδείξω όσα πρέπει να πάθει για το όνομά μου». 17 Έφυγε τότε ο Ανανίας και εισήλθε στην οικία και, αφού επέθεσε πάνω του τα χέρια, είπε: «Σαούλ, αδελφέ, ο Κύριος με έχει αποστείλει, ο Ιησούς που σου φανερώθηκε στην οδό που ερχόσουν, για να ξαναδείς και να γεμίσεις Πνεύμα Άγιο». 18 Και αμέσως του έπεσαν από τα μάτια κάτι σαν λέπια, και ξαναείδε και σηκώθηκε και βαφτίστηκε. 19 Και αφού έλαβε τροφή, ενισχύθηκε.